Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Ταξιδεύοντας για αλλού




    Ταξιδεύοντας για αλλού


Ω, Ζωή, απ’ τα δώρα σου τα ευλογημένα
πήρα ό, τι ήταν να πάρω από σένα
και για το κάθε τι που ’παιρνα είτε μεγάλο ή μικρό,
πάντα κι από καρδιάς σου ’λεγα «ευχαριστώ».
Έδωσα ό, τι είχα να δώσω απ’ τα θησαυρισμένα
αρκετά σε άγνωστο και ξένο, τα πιο πολλά σε δικό.
Λίγα κράτησα τα πιο απαραίτητα για μένα
σαν έλθουν τα γηρατειά να πορεύομαι τιμημένα.
Κι ω, πώς να το φαντασθώ πως θα ’ρχονταν στιγμή
π’ «ανεμοδούρα» θα με χτύπαγε ξαφνική
και με πόδια και χέρια δεμένα
σαν «φρόκαλο» θα με πέταγε σ’ «ερημονήσι» να ζω,
μες σε θλίψης βάλτους να σέρνομαι σαν ερπετό!

Αχ, Μόνο η ψυχή μου νοιώθει τί τώρα περνώ
ζωής βιώνοντας καταισχύνη
χωρίς δύναμη ν’ αντιπαλέψω, ν’ ανασηκωθώ.
Κι όσο κι αν χτυπιέται και μου φωνάζει εκείνη:
-«όχι… όχι… μην αφήνεσαι μετέωρη στο κενό»,  
εγώ δεν βλέπω κάτι να πιαστώ,
πάνω σε κάτι να ονειρευτώ.
Και με χαμένο το νου, βυθισμένο στη σιωπή,
δίχως ελπιδοφόρα μπροστά μου προοπτική
το έσχατο μονάχα προσμένω λεπτό
απ’ τους ώμους με μιας για ν’ αποτινάξω
τα ψεύδη αυτού του κόσμου του πονηρού.
Κι απ’ όλα τα δεσμά μου λευτερωμένη να πετάξω
προς το ανθοστόλιστο απ’ αλήθειες περιβόλι τ’ ουρανού!

Ω, Ζωή, δες κι εσύ πάνω στων ανθρώπων τη γη
πόσο πλήθυναν οι παραμορφωτικοί καθρέπτες
π’ αντανακλούν την αμαρτία σαν αρετή!
Κι όσο οι δικτυωμένοι απατεώνες και κλέπτες
με κάλπικο νόμισμα εξαγοράζουν την παρθένα ψυχή
και πόρνη όσο την σέρνουν μες της αγοράς την οχλοβοή
οπλίζοντας βρώμικα χέρια με πέτρες για να λιθοβοληθεί,
ίσως καταλάβεις και μένα, το γιατί
κανέναν, μα κανέναν δεν εμπιστεύομαι πλέον τώρα!

Και το ρολόι του χρόνου σαν χτυπήσει την ώρα,
το φεγγάρι ολόγιομο στα μάτια μου σαν φανεί,
τότε ω, Ζωή, θα ‘μαι πολύ προσεκτική
τα πνεύματα του πονηρού να μην το καταλάβουν.
Ούτε κείνοι που δίχως δική μου συμμετοχή
με την προπατορική αφού με μπόλιασαν ενοχή
σε κλειστούς ορίζοντες μου καθόρισαν την διαδρομή.  
Και προτού στ’ όνομα της συνείδησης προλάβουν
να καταφθάσουν της «ηθικής» οι φύλακες
και της «νομοτέλειας» οι φρουροί
και σπεύσουν από κοντά κι οι Ερινύες να με συλλάβουν,
θα δραπετεύσω απ’ τη γήινη φυλακή.
                                                  
Και μ’ ό, τι απέμεινε το ελάχιστα δικό μου
ταξιδεύοντας για αλλού,
τον «ου- τόπο» του Γολγοθά σαν προσεγγίσω
τη λεκιασμένη φορεσιά θ’ αποβάλω απ’ τον εαυτό μου.
Και κάτω απ’ τον ίσκιο του Σταυρού
«ήμαρτον», σαν τον ληστή θ’ αναφωνήσω……
και με της καρδιάς τη φωνή  
το κύκνειο άσμα μου θα τραγουδήσω…..
Κι ύστερα με φρενίτιδα φανατικού
την αγκαλιά του «Αόρατου» θ’ αναζητήσω.
Εκείνη την ολάνοικτη, που μ’ αγάπη περισσή
περιμένει όλα τα πλάσματα Του να δεχθεί.
Την ψυχή μου εκεί μ’ εμπιστοσύνη τότε θ’ αφήσω 
με μια παράκληση όμως, βουβή προσευχή.
Στη Γη των ανθρώπων να μη ξαναγεννηθεί!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου