Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Θέλω....μα δεν μπορώ...



Θέλω… αλλά δεν μπορώ….

Ήμουν κι είμαι μητέρας κι αδελφής
ανοικτή αγκάλη στοργική και τρυφερή
για έναν Κόσμο που στενάζει
απ’ ανεκπλήρωτους πόθους ψυχής,
που συμπάσχει μαζί του και μ’ αγάπη τον αγκαλιάζει.
Ήμουν κι  είμαι παρατηρητής
ενός κόσμου που ανείπωτη θλίψη τον σκεπάζει.
Και τον σωρείτη ορώντας των χρεών της γήινης διαδρομής
για νοικοκύρεμα ζωής συμπεράσματα βγάζει.

Είμαι τ’ ονειροπόλο πνεύμα του ποιητή,
που σ’ έκσταση βαθιά, στο «αψηλάφητο» εισχωρεί
τον «Θεήλατον» ποθώντας στην αγνότητα του απείρου να δει.
Αλλά λίγο πριν φθάσω στην πηγή φωτός την Ιδεατή,
στο «μετέωρο», η νύχτα μ’ αρπάζει και « μ’ ύπνο» με τιμωρεί.
Ήμουν ο στοχαστής, 
που αιχμάλωτος στη βαρύτητα της γης,
όσο ζύμωνα το χώμα με το άυλο της ψυχής,
κι έσμιγα φθορά κι αθανασία,
σκοπό έταξα ζωής, 
τη «δίαυλο» προς την ελευθερία
το μάτι κάποτε να δει.
Στην αστρική πύλη τ’ ουρανού
το πνεύμα μου να διαβεί,
εκεί που η ελπίδα και τ’ όνειρο
παίρνουν διάσταση και μορφή…..

Κι αστεριών κυνηγός, είχα το μάτι καρφωμένο,
ψηλά στον θόλο τον αστρο-στεφανωμένο.
Και στις πρώτες αναλαμπές της κάθε Αυγής,
το είναι μου σαν απ’ το φως μεθυσμένο,
παρακινούσε το στόμα ν’ ανυμνεί:
-Δόξα και Τιμή, στον Μεγάλο Ποιητή!

Ήμουν κι είμαι ακόμα ο ακούραστος μελετητής- ερευνητής
που στη Βίβλο της Παγκόσμιας Ζωής
τις σελίδες φυλλομετρά και ψάχνει τα «πως και τα γιατί»,
ενώ τόση γεύθηκε ο Κόσμος άφθονη πνευματική τροφή,
από φιλοσόφους, το Ευαγγέλιο, την Αγία Γραφή,
παρόλη του Πολιτισμού τη προκοπή,
γνώσης κι επίγνωσης επαρκής φωτισμός,
στο σύνολο του Κόσμου δεν έχει ακόμη επιτευχθεί
των κακών να επέλθει παθών του ο καταποντισμός
κι ατενίζοντας της πρώτης και τελευταίας ώρας τον Κριτή, 
σύσσωμος ν’ αναφωνήσει: «Ανατολή! Ανατολή!».

Ήμουν κι είμαι ακόμα ο μαχητής
που στης νύχτας τη ζοφερή σιγή,
προτάσσει τον οπλισμό της πίστης και προσευχής.
Κι όσο τον δρόμο προς τα γαλάζια βάθη με θάρρος οδεύει,
όπου του «εφήμερου» ακούει την τιποτένια βουή,
ή «πτώσης» την παγερή κραυγή,
αντιπαρέρχεται την όποια δοκιμασία ή ποινή
και με δύναμη ψυχής ορμά και παλεύει
να μην αμαυρώνεται η ομορφιά και το μεγαλείο της ζωής,
ούτε δοξασιών αλλότρια «φέγγη» να εισχωρήσουν στο μυαλό,
απ’ τις πολλές «μανίες» που εφευρίσκουν οι άνθρωποι της γης.

Μα όπου ζήτησα το «Μεγάλο», συνάντησα το «Μικρό».
Και σαν είδα τον κόσμο απ’ αγάπη ορφανό
και πρόσωπα παιδιών απ’ το κλάμα παραμορφωμένα
να στενάζουν μες το σκοτάδι πονεμένα,
ένοιωσα να μπήγεται καρφί
ως τη ρίζα του είναι μου το αναπάντητο «γιατί»
«Άνθρωποι» να γίνουν, δεν κατάφεραν οι πιο πολλοί….

Στο «αναπάντητο» μοχθεί ο νους την ηρεμία του να ξαναβρεί… 
Αλλά πώς να τοιχίσω η θνητή τ’ αυτιά με το «τείχος σιωπή»;
Στα μάτια καλύπτρα συνεχώς να φορώ;
Να βάλω φίμωτρο, το στόμα να κρατήσω κλειστό,
ημερολόγιο να μην ξανά ιστορήσω πικρό….
Θέλω… το προσπαθώ…. αλλά δεν μπορώ….

Της ιστορίας ανοίγοντας την κιβωτό



Της ιστορίας ανοίγοντας την κιβωτό


                                      Α’

Ρυάκια σκέψεων απ’ τον νου μου αναβλύζουν
της ιστορίας σου φυλή μου ανοίγοντας την κιβωτό.
Κι όπως συνωστίζονται μία-μία στο μυαλό 
οι σελίδες απ’ τη μακραίωνη της ζωής σου καταγραφή,
σαν ακτίνες Χι, διαπερνούν οι συλλογισμοί
κηλίδες και σκιές σκοτεινών αναφορών
όπου θριαμβευτικά βόσκει της διχόνοιας το θεριό  
το μισερό χορτάρι το φυτεμένο σε κάμπους, βουνά και πλαγιές
κι ανθηρό απλώθηκε ως τις απόμερες ακρογιαλιές….

Ω, άφαντοι πώς γενήκαν οι κόποι σε καλές σπορές
κι αερο-κυματίζουν σημαίες μπροστά στα μάτια
ξεδιπλώνοντας έχθρητες κι εγωισμού ασίγαστα πάθια
συνταυτισμένα μ’ ενοχές από αμαρτίες και των παρόντων ετών…..
Και πάνω στο πανώριο δέντρο μιας σαν και σένα φυλής
που τα κλαδιά του κοσμούσαν «άνθη και ζουμεροί καρποί», 
πόσα ζωής κρεμάστηκαν απειράριθμα κομμάτια
απ’ εμφύλιους, από φόνους κι αρπαγές…
κι αιωρούνται σκιάχτρα  που προκαλούν τρόμο ψυχής!

                                       Β’

Ω, Φυλή μου πώς φθάσαμε ως εκεί;
Αντί όλοι να ομονοούμε και να συνεργαζόμαστε μαζί
στο σκαρφάλωμα σε βουνών κορφές, ψηλά,
τον Ήλιο να βλέπουμε γρηγορότερα στης ζωής τα πρωινά,
με σπονδές στον Βάκχο πορφυρίσαμε την θάλασσα την γαλανή.
Κι αφότου τ’ αδέλφια γινήκαμε θανάσιμοι εχθροί  
πύρινος λίθος επιπέσαμε στην πατρώα γη,
όπου μεταλλαχθήκαμε σ’ ερπετά
και σε βαλτονέρια σερνόμαστε βρωμερά!

Κι όσο αναθυμάμαι πως το «ιλαρό φως»
ήταν στα χέρια μας ο Ζωοφόρος φανός
και στοχεύοντας στον «Αόρατο»,
δρόμο ανοίξαμε προς τον ουρανό
και θεμέλια βάλαμε στου κόσμου τον Πολιτισμό,
πες μου φυλή μου, τώρα πες μου πώς
για την εγκληματική «αμέλειά σου» να μην επαναστατώ 
που σαν τις μωρές Παρθένες τον άφησες να σβηστεί;
Κι όσο πάει βαθύτερα ο δικός μου στοχασμός.
ένα κύμα θλίψης την καρδιά μου ταράζει κουφό
και περιδεής αναριγά η ψυχή
που γνωρίζει πως τίποτε δεν μένει ατιμώρητο στη ζωή.
Και μπορεί ο «Αιώνιος» ν’ αργεί, μα ποτέ δεν συγχωρεί
όσους αγνώμονες φανούν στη δωρεά Του την θεϊκή.

                                             Γ’

Ω, ας ήταν σ’ αυτόν τον αγνώμονα σωρό,
να μην είσαι κι εσύ Ελληνική φυλή!
Κι όσο στη θύμηση πως ο αέρας που αναπνέουμε,
η γη που κατοικούμε, η θάλασσα που περιπλέουμε,
απ’ του Σωκράτη και του Πλάτωνα ηχολόγησε τη φωνή,
απ’ την ευγλωττία του Δημοσθένη και του Περικλή,
απ’ τ’ άγια λόγια του θείου Παύλου στης Πνύκας τη κορφή,
χείμαρρος ορμά μια σκέψη στο νου και μ’ ωθεί
να σου φωνάξω φυλή μου, χωρίς ενδοιασμούς:
-Ακροάσου των καιρών τους χρησμούς
και σίδερο βάζοντας στην καρδιά, χάλκωμα στα στήθη,
δέσε στην παλάμη σου του «παράλογου» τους χαλινούς
και μην αφήνεις λάσκα τα λουριά σ’ ανήθικα ήθη. 
Ζωντάνεψε κι εσύ με τον Λόγο που είπε ο Ιησούς
στους «καλούς κι αγαθούς» πως ανήκουν τα ουράνια τα Θεία!

Και σαν τον φωτισμένο γίνε καλλιτέχνη Φειδία,
που κείνον τον Αιώνα τον χρυσό
βρήκε στα σπλάχνα του Πεντελικού 
αιχμαλωτισμένους Ήρωες και Θεούς
και με την ευλογία τ’ Ουρανού,
έκανε την υπέρβαση ο δικός του νους  
και τους παρέδωσε στου Κόσμου το θαυμασμό.
Έχεις στα χέρια σου άφθονο κι ανεκτίμητο υλικό.
Γίνε κι εσύ μάστορας μερακλής κι άξιος δουλευτής,
το αδούλευτο μάρμαρο της ψυχής το λευκό,
όπως οι πρόγονοί μας στο παρελθόν,
να το σμιλέψεις μ’ Επιστήμη, Τέχνη και Παιδεία.
Και μ’ αγάπης και καλλιέπειας έργα φωτίζοντας το παρόν,
για ένδοξο μέλλον να το κάνεις αφετηρία.
   

Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Do not be afraid from "life's darkness"




Do not be afraid from “life’s darkness”

Universe Man, I hear that you complain
About recent life’s “dark domain”
You are running all around up set
Shouting to everybody that you are very afraid
About a future which soon miserable will come.
Oh my friend, calm down, don’t be afraid.
It happens from time to time
And life has no a spirit full of light

But nothing remains in darkness stabilized
under a dead line.
Like succession of seasons
And according the law of change
Marvelous moments of life will come again
And from a dead line the human mind
Will take a turn to rise up and as a Greek like
Of Ionian or Athens land
He will search once more time
for the hidden mystery of life.
He will answer to the new riddle of Sphinx
He will tame Hydra, this ugly water serpert-
He will beat “Dragon” which is throwing up flames
He will pull out the feathers of “Vulture”
He will tie its beak so no more it will be able
To hack in pieces the heart of Prometheus.

Then, he will yoke under his will
the triple ancient chimera
 And headlong,
he will rush forward to Olympus sunny peak
Talking with “heroes” there and with “Gods”
He will return with bright-mind
as an initiate and as a crusader
To play once more the primitive game of life
He will start refreshing his face
to Kastalia’s spring holly water
He will ask an oracle from Delphi

He will go to Thermopylae as a worshipper
He will pass by Olympia
to be registered for the race
Then as a Marathon-runner
He will pour out with force of wind
For a torchlight procession
And holding the flame of imaginary dream
that “Everything is coming from light
And everything is going back to it”
He will move it all around the earth
spreading on the way
The meaning of Odyssey adventure….
Oh, yes, my Universe Man
Don’t be afraid about recent life’s dark
You are the one who govern your fate
As long you understand the “Law”
Marvelous times always will come in life
if you will act wisely as a creator God…..