Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Το μάθημα



                Το μάθημα


Σ’ είδα, στα τέσσερα να σέρνεσαι γονατιστή
Ανθρώπινη ύπαρξη, σα τη μετανιωμένη αμαρτωλή.
Κι έλεγες στους διαβάτες πως Τάμα το ’χες ψυχής
και με δάκρια ρωτούσες κάποιος να σου πει
που ’ναι η γούρνα κείνης της αστείρευτης πηγής
όπου εντός της ξεπλένονται του καθενός οι κραιπάλες ζωής.
Και σαν φθάσεις, με τα δάκτυλα, τ’ άγιο μύρο θα πάρεις να πιείς.

Σ’ είδα βαρύ φορτίο πως κουβαλούσες.
Κι όπως μπουσουλούσες
σ’ όλο το δρόμο το μακρύ
προς του βουνού τη κορυφή,
σ’ είδα το πόσο αγκομαχούσες,
ο ιδρώτας σαν βάραινε το φορτίο σου πιο πολύ.

Μα σ’ είδα πώς δάγκωνες με τα δόντια τα χείλη σφικτά,
το σκαρφάλωμα να συνεχίσεις σθεναρά!
Και σε καμάρωνα που το πάλευες, όσο σκαρφάλωνες!
Χαμογελούσες ακόμη κι όταν με τα νύχια γάντζωνες
πότε βράχους, πότε κλαδιά δέντρων, γερά.
Κι είδα φορές που μάτωνες στην ανηφοριά.
Κι απ’ τον αφόρητο πόνο σ’ άκουγα που βόγκαγες δυνατά
κι όσο γυρόφερνες στον κόσμο τα μάτια μ’ απελπισιά,

σε βοήθεια σαν δεν προσέτρεχε κοντά σου κανείς.
στον ουρανό τα σήκωνες ικετευτικά.
Κι άκουγα τον αντίλαλο των κραυγών σου, να θρηνολογείς.                                         
Μα ήμουν μακριά σου, σ’ ίδια πορεία διαδρομής.
Πολύ σε συμπόνεσα, με θέρμη ψυχής
να τρέξω σιμά σου ήθελα, με βήμα ταχύ.
Μα στη βιάση μου σκόνταψα και πόνεσα.
Και τότε κλαίγοντας σου φώναξα:
Αχ,  να μπορούσες και το δικό μου φορτίο να δεις!
                                         
Αλλά ένα ήταν αυτό που ’μαθα εν πολλοίς,  
στο Μεγάλο σχολείο της Ζωής.
Οδοιπορώντας στην απλωσιά της γης,
άπειρα τα «μονοπάτια»
που δεν έχουν απ’ άλλους χαραχθεί.
Χιλιάδες οι «νησίδες»
που δεν έχουν ακόμη εξερευνηθεί.
Κι ο δρόμος που παίρνει ο καθείς
είναι δρόμος μοναχικός της ψυχής,
ώσπου να φθάσει στη Πύλη της επιστροφής.

Κι όταν σε καταράχια σκαρφαλώνουμε 
και δρασκελώντας κακοτοπιές
σκοντάφτουμε και ματώνουμε
ή από εύφορες κι ηλιόλουστες κοιλάδες περνάμε
κι απ’ το πολύ φως ζαλιζόμαστε και παραπατάμε,
είτε σ’ αδιέξοδα φθάνουμε κι αμήχανοι κολλάμε,
απ’ τα «πεσίματα», μόνος του τελικά ο καθένας
θε’ να ’βρει το στήριγμα ν’ ανυψωθεί,  
απ’ τα τραύματα της ψυχής του το πώς θα γιατρευτεί
και τρόπο απ’ το βαρύ φορτίο του πώς θ’ απαλλαχθεί.

Γιατί ώσπου να φθάσει στο τέρμα, άλλος κανένας,
ούτε ακόμα εκείνος που λέει πως σ’ αγαπά
ή εκείνος που για λίγο θ’ απλώσει το χέρι να σε κρατά,
δεν μπορεί απ’ τα «πεσίματα» να σώσει κι εσένα,
όπως ούτε κι εμένα,
 όταν δικό του φορτίο βαρύ
στους ώμους του κουβαλά!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου