Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

Η ποίηση, ζωής μου νόμος

Σ’ ώρα νύχτας, ώρα τη πιο σιγηλή
σμιλεμένη από πανάρχαιους πόνους,
σ’ ώρα που λεν πως συναντιούνται
ζωντανοί και νεκροί
κι ο Παράδεισος ανοίγει τις πύλες του να δεχθεί
εκείνους που έτοιμοι είναι για την μεγάλη φυγή,
με μια θλίψη δίχως όρια, θλίψη πνιγηρή
στο σύμπλεγμα των άστρων,
του Πεπρωμένου όσο έψαχνα τη γραφή,
γραφή που για άλλους είναι φοβερή
και για άλλους λυτρωτική
τον Κόσμο που μ’ αφηγήθηκαν
συλλογιόμουν.
Και σ’ όσα μου ειπώθηκαν
για της Ζωής τους αρχέγονους νόμους,
εκεί που αλήθειες και ψέματα
στοχαζόμουν
έσκυψα στον υπαρκτό κόσμο της μοναξιάς μου,
ένα κόσμο π’ αντιλαλούσε μόνο η δική μου φωνή.
Κι όπως έσκαβα τις ρίζες του, να ’βρω
ξάνοιγμα σ’ άλλους δρόμους,
ξάφνου μες απ’ τις πιο βαθιές γωνιές της καρδιάς μου
κάτι ανασάλεψε απρόσμενα
που προσήλκυσε τη ματιά μου!

Σαν έμβρυο έμοιαζε
και το ’νοιωσα να πάλλεται δυνατό
Όμοια σαν το ένστικτο που διέξοδο γυρεύει να βρει,
έξω να βγει στο φως, ορμητικό να ξεσπάσει σαν κύμα
έκφραση να πάρει και μορφή!....
Συγκλονισμένη διαισθάνθηκα πως θα ’ταν κρίμα
στο σκοτεινό εντός μου να χαθεί.
Και πως αν τ’ άφηνα κλειδωμένο
εκεί σε μια γωνιά να δέρνεται,
να κλαίει και να πικραίνεται,
πως θα ’ταν από μέρους μου αμέλεια εγκληματική.
Μ’ αγάπη τ’ άγγιξα, σαν να χάιδευα νιογέννητο παιδί!

Κι ω, σαν το φίλησα,
εκείνο μορφοποιήθηκε σε ρέουσα κρήνη
που το κελάρυσμά της μου ’λεγε με σιγανή φωνή:
- Στα χέρια σου θνητή
άδραξε της ζωής το λαγήνι
και πιες ώσπου να ξεδιψάσει ο νους,
να ευφρανθεί κι η ψυχή.
Κι ύστερα ως τη κορφή ταξίδεψε της φωτιάς
Σκύψε κι απ’ το πρόσωπο τ’ ουρανού
πάρε μια ηλιαχτίδα.
Ρίξε την στον κρατήρα
του ηφαιστείου της καρδιάς
Και σαν ξεχυθεί ζωής
πυρωμένο ποτάμι η ελπίδα
ζήσε ακολουθώντας το
και πορεύσου εν ειρήνη.
Ζήσε την κάθε σου στιγμή
Απόλαυσέ την φανερά ή αφανέρωτα
Και κάθε τόπο κάνε τον πατρίδα
εξυμνώντας τον Έρωτα
και του Κόσμου τη Μεγαλοσύνη!

Κι ω, λευτερωμένη
απ’ την θλίψη μου την πνιγηρή
λες κι έγινα ο χρόνος που στη κλιτή
της σιωπής εγκαρτερεί
ανείπωτες αλήθειες ζωής
το είναι μου να γνωρίσει.
Και σαν να ’μουν ο πρώτος άνθρωπος
πάνω στη Γη
που το ποδάρι του στο χώμα της έχει πατήσει,
με φόβο αλλά και σεβασμό
ζύγωσα την Μάνα Φύση
Έγειρα, σαν βυζασταρούδι στη μητρική αγκαλιά
κι απ’ το στόμα της γεύθηκα
το μυρωδάτο της φιλί,
φιλί που ζωντανεύει το τίποτε,
φτιάχνει κόσμους, ζωή γεννά.

Και σαν είδα πάνω στο κεφάλι της να λαμποκοπά
τ’ Ουρανού η απέραντη απλωσιά,
όπου όλα μέσα της, όλα σαν ένα
βαστιούνται ανάμεσά τους σφικτά
κι αγκαλιασμένα,
με το βλέμμα στα ύψη προσηλωμένο,
με το πρόσωπο απ’ τον ήλιο φλογισμένο,
με τα χέρια ψηλά τεταμένα
και με φωνή σιγανή
στον «Αόρατο» που καθόταν στα σύννεφα επάνω
απευθυνόμουν.
Και για το «γίγνεσθαι και φαίνεσθε» του Κόσμου
την μαρτυρία Του Ενός
όσο επικαλιόμουν,
τα πάντα γύρω μου πώς άστραψαν
λουσμένα στο Φως!

Κι α, σα μέσα σ’ όνειρο πώς κατακλύστηκε η ψυχή
κι ολόκληρο το εντός μου από ροδόχρωμη Αυγή!
Λες κι απ’ τον παλιό εαυτό μου απελευθερωνόμουν
νέος άνθρωπος και σ’ άλλη Γη ξαναγεννιόμουν!
Κι όμοια νιογέννητο παιδί σαν ενατένισα την έναστρη κορυφή
λαχταρώντας ν’ ανοίξει ο ουράνιος δρόμος,
θάρρεψα πως ήμουνα της Μούσας παιδί
κι άρχισα δειλά-δειλά ποίηση να γράφω.
Κι η Ποίηση από τότε, κυριάρχησε απόλυτος νόμος,
σαν ο μόνος λόγος για να υπάρχω!
Και ξαναέπλασα τη ζωή μου απ’ την αρχή
σύμφωνα με την ανάγκη αυτή, ανάγκη ζωτική
κι Άνθρωπος πλέον μόνος
δεν νοιώθω στου ενός τη διαδρομή…..