Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

ΑΠ' ΤΗΝ ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΜΟΥ "ΦΤΕΡΟΥΓΙΣΜΑΤΑ"
Εσύ, ονειροπόλε Ποιητή
που εισχωρείς
μέσα στην ομίχλη της ουράνιας κορυφής
σαν πνεύμα καλό κι αγαθό
μ’ αδημονούσα ψυχή
το Ον να συναντήσεις το αληθινό
κι αγνοώντας την πτώση σ’ αδηφάγο κενό
πέρα και πάνω απ’ τα γήινα πετάς
μ’ αετούς συντροφιά και περιστέρια,
απ’ τον όρθρο έως τον εσπερινό

κρατώντας την λύρα στα χέρια
ποιόν με την γοητεία της φωνής σου υμνείς,
φωνή τόσο γλυκιά που και τις πέτρες συγκινείς
και για ποιον Ουρανό τραγουδάς
με τα νεφελώματά του, γαλαξίες και αστέρια;
Και κει ψηλά με ποιον Θεό
απ’ όλους τους Θεούς μιλάς;

Ή παιανίζεις προτροπές και μηνύματα
ν’ αποδεσμευθεί
του ανθρώπου η ψυχή
από μίσους μαχαίρια
και στης διαδρομής τα βήματα
να μην υπάρχει χέρι να κρατά το σφυρί,
να χώνει το απαίσιο καρφί
πάνω στο πάγκαλο της Ζωής κορμί,
για να πάψουν ν’ ανοίγονται στη γη
της αγάπης και της ειρήνης σωροί τα μνήματα;

Ω, στα πλήθος μου ρωτήματα
που κλείνουν πόθους καρδιάς
ελπίδες και προσδοκίες στη ζωή μου
για έναν κόσμο επί γης του ονείρου,
εσύ, Ποιητή μου,
ακαταπόνητε ταξιδευτή μου
ως τα κράσπεδα του απείρου
όπου ανοικτά θαύματα οράς
κι αν το θελήσεις
μπορείς τον γυπαετό
με τον λόγο σου να αιχμαλωτίσεις,
την γη να ενώσεις με τον ουρανό,
ω, στην αδαή εμένα
που σε θαυμάζω
αλλά μάταια κοπιάζω
ίχνη φωτός να συλλάβω,
τα βήματά μου πάνε στα χαμένα…..
όσο κι αν τον Ήλιο κοιτάζω
είναι ο λογισμός μου φτωχός
περιορισμένος, μηδαμινός
νοήματα να καταλάβω
και δεν γνωρίζω ούτε το άλφα ούτε το ωμέγα
του σύμπαντος όπου εσύ περπατάς
γιατί, γιατί δεν μου απαντάς
και το άπιαστο φως μόνο για σένα κρατάς;
Μη και την αποστολή σου απαρνήθηκες;
Ή μη κουράστηκες να ξαγρυπνάς,
απόκαμες και κοιμήθηκες
κι έτσι σιώπησες να μιλάς;
1
Το ρώτημα

ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΜΟΥ «……ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ ΕΜΕΙΣ»

Για ποιον μοχθήσαμε
στο πέρασμα της ζωής
οργώνοντας τα «χωράφια» του ο καθείς;
Ολομερής κι ολονυχτίς
για ποιον τόσο ιδρώτα χύσαμε
και με το αίμα το χώμα ποτίσαμε
σπέρνοντας όνειρα της καρδιάς μας,
για Ειρήνη και φιλία στα πέρατα της γης,
να θερίσουμε κι εμείς και τα παιδιά μας,
Αγάπης ευλογημένους καρπούς ζωής;

Κι εσείς;
Στους αγώνες μας, τι κάνατε όλοι εσείς,
Άρχοντες και Ταγοί εξουσίας κοσμικής
σε Βορρά και Νότο, Δύση κι Ανατολή
κι όλα «γαία πυρί μιχθήτω» έγιναν στη ζωή
Ω, Μακκαβαίοι;
της Ειρήνης το υπέρτατο αγαθό,
σ’ εμπορίου μετατρέψατε πηγή.

Υπερφίαλοι, Καιροσκόποι,
χαμένοι πήγανε όλοι μας οι κόποι.
Την Φιλία προσφέρετε δω κι εκεί
μ’ ύπουλο σκοπό.
Κι Υποκριτές, Φαρισαίοι,
της Αγάπης νοήματα
μ’ ανέσπερο φως λαμπρό,
σαν νυφίτσες και σαν αρουραίοι
ένα συνονθύλευμα φρικτό
τ’ ανακατέψατε
ανόμοιων σπόρων.
Κι αλίμονο! τους φυτέψατε
σε μια κηπούπολη εμπόρων!
5
ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΜΟΥ «ΦΤΕΡΟΥΓΙΣΜΑΤΑ»
Ζωή,
Ένα μπουμπούκι σκάει εκεί
όπου μια ηλιαχτίδα βυθίζεται στο χώμα.
Πάρε το στα χέρια σου ολάνοικτο ν’ ανθίσει
μέχρι να ’λθει το γιόμα
ευωδιά στον κόσμο να πλημυρίσει.
Βάλε και την στολή σου την γαλανή
και γίνε η ποίηση που το φως ανυμνεί….
γίνε μουσική γοητευτική,
να με συγκλονίζει…..
μέχρι δακρύων να με συγκινεί….
φύσα την αύρα σου την αιολική,
με λεπτότατη πνοή
να μ' αγγίζει
και μ' έρωτα για σε το είναι μου να γεμίζει.
έτσι ώστε της ψυχής μου το βιολί
να φλογίζεται
με της ομορφιάς σου την λαμπρότητα
και μ’ αυτό να παιανίζει
Επική μια μελωδία
αποδιώχνοντας απ' την καθημερινότητα
του καιρού την απελπισία
που στο "τίποτα" με βυθίζει.....