Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

ΣΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥΣ ΑΦΑΝΕΙΣ


        Στους ήρωες τους αφανείς

 

     { Ατενίζοντας το μνημείο του Αγνώστου στο Σύνταγμα}

 
                                         Α’    
 
Ω, Μούσες «Δότε μοι λύρην Ομήρου»

και μελίρρυτο ήχο φωνής

μπροστά σε τούτο το μνημείο,  

τάφο ηρώων π’ ανύψωσε ο χρόνος σ’ απέριττο Ναό,

στεκάμενη σαν τον αρχαίο ψαλμωδό,

μ’ ανείπωτο σεβασμό

και με οίστρο να υμνήσω τον Άγνωστο νεκρό

αυτόν που λες και σε κάλεσμα έτρεξε θείο  

στον αγώνα υπέρ πάντων, σαν τον φώναξε η Πατρίς.

Και σ’ όλους εκείνους ν’ αναφερθώ,

μ’ επαίνους τιμής,

που μ’ ασύγκριτο ψυχής μεγαλείο

προτάσσοντας γυμνά τα στήθη,

με σφεντόνες στο χέρι σαν τον Δαβίδ,

αμύνθηκαν σθεναρώς

στων Γολιάθ τα σιδερένια εχθρικά πολυάριθμα στίφη

κι έδωσαν ως τον θάνατο του ενός      

το αίμα τους, προσφορά θυσίας  

που κοχλάζον ποτάμι κύλησε πορφυρό,

ποτίζοντας το δέντρο της Ελευθερίας.

 
Ω, με συγκίνηση πόση αναριγώ

στ’ απειράριθμα νεκρά σώματά τους π’ απαριθμώ

τα διάσπαρτα δώθε κι εκεί

που δεν έχουν ονόματα, ούτε τάφο και σταυρό!

Μα ξέρω πως την ψυχή τους δεν την έπιασε σπαθί

Είχε προστάτη τον Στρατηλάτη Ουρανό.

Κι αφού «Των αγαθών ανδρών μνήμα είναι όλη η Γη»

ω, σε μακαρίζω καλότυχη γη, εσένα γη Ελληνική

που γεύθηκες απ’ τα κορμιά τους υπερούσιες τροφές

μες τους αιώνες από δόξα ποτέ να μην είσαι νηστική!

Ας είναι το χώμα σου ελαφρό κι η αγκάλη σου στοργική  

για τους αφανείς της ιστορίας σου πρωταγωνιστές.
 
                                              Β’
 
Ποιοι άραγε να ήτανε όμως στον κόσμο αυτό,

όλοι εκείνοι που άφησαν τα κορμιά τους σε βουνά και στεριές

όπου κοράκια γεύθηκαν τα νιάτα τους με στριγκές κραυγές     

κι άταφα τα λείψανά τους κι άψαλτα,

ο λίβας τα καίει του καλοκαιριού,

τα χτυπάει ο θυμός του βοριά,

ή τα κρύβει ο μανδύας του χιονιού!

Μήπως του μεγαλείου της Αθήνας και της Σπάρτης ζηλωτές;

Του Μιλτιάδη, του Λεωνίδα, του Περικλή;

Του Αλέξανδρου, του Θεμιστοκλή

κι άλλων επιφανών ανδρών, μιμητές;

Ή μήπως ιππότες από ένα τάγμα δίχως οικόσημα

που στηριζόμενοι στο νόμο της θεϊκής δημιουργίας,

λάβαρα σήκωσαν μιας δικής τους σταυροφορίας

και με πίστη ξεκίνησαν στον κόσμο να θέσουν νέα ορόσημα;

                                             Γ’
                                       
Άραγε ποια Ελληνίδα μάνα,

τους γαλούχησε σε κόρφο τρυφερό

κι όσο τους νανούριζε σ’ ύπνο γλυκό,

όνειρο με το νανούρισμα τους φύτεψε,

στο λιβάδι της ζωής να επιζητούν με πόθο φλογερό,

το αγκάλιασμα με τον ήλιο της ελευθερίας τον καυτό;

 
Ποιος πατέρας φιλόσοφος,

για το νόημα ζωής τους μίλησε,

« τα ωραία και καλά» μ’ υπομονή τους δίδαξε και πειθώ,

τους εμφύσησε τόσο Ηράκλειο θάρρος θαυμαστό, 

σαν διαβαίνουν σε δύσβατους δρόμους

ή σκαρφαλώνουν σε κακοτράχαλα μονοπάτια

ώσπου να φθάσουν στη κορφή στο βουνό,

να μη σκιάζονται το γκρεμό;

 
Και ποιος δάσκαλος-Κένταυρος,

ψυχών παιδαγωγός

για καθήκοντα τους μίλησε και τους καθοδήγησε

όλο μπροστά, μ’ ασίγαστη θέληση να προχωρούν;

Τη ζούγκλα των πολεμικών πεδίων πώς ν’ αψηφούν,

ακόμη κι αν με τον θάνατο τύχει ν’ αγκαλιαστούν,

τραγουδώντας ύμνους στη ζωή, να τον προσπερνούν;
 
                                               Δ’
                                          
Ω! Τί μέγα πλήθος οι ανώνυμοι στην Ιστορία ήρωες,

                                                                 οι αφανείς!

Όποιοι κι αν ήταν, πίσω δεν γύρισαν ριψάσπιδες

                                                           και λιποτάκτες.

Στα καθήκοντά τους υπήρξαν πολίτες συνεπείς.

Για τους Θεούς, το Γένος και τη Λευτεριά,

-Άγια του τόπου μας κι ατίμητη κληρονομιά-

πλήρωσαν τον τελευταίο τους φόρο με φλόγα ψυχής,

Τον ανθό της ίδιας τους της ζωής!

Κι όταν στον κόρφο της φιλεύσπλαχνης μάνας γης,

σμίξανε τα κορμιά τους με τις γόνιμες ουσίες,

εκεί σκεπάστηκαν με τα πέπλα της αιώνιας σιωπής.

                                                  Ε’

Με τον καιρό, τους θυμήθηκαν της εξουσίας οι αρχές!...

Μνημεία τους έφτιαξαν μεγαλοπρεπή και βωμούς! 

Με τύμπανα και τρομπέτες, παράτες και μουσικές,

δακρύβρεχτα υμνολόγια κι επικήδειους λιβανωτούς, 

τους αναφέρουν σαν τέκνα εκλεκτά, αποδίδοντας τιμές.

Κάποιοι, ψιθυριστά τους αποκαλούν ανόητους και χαζούς!

Κι απ’ το αναπαυτικό ανάκλιντρο ευδαιμονίας

που τους παραχωρεί, να κάθονται αναπαυτικά, η κοινωνία,

αλλάζουν θέση σταυροπόδι μετά, μ’ αλαζονεία!....

                                        Ζ’
 
Μα όπως κι αν εξελίχθηκε η όλη διαδικασία,

για τους αφανείς της ιστορίας πρωταγωνιστές,

ανεξάρτητα από ειρωνείες και τις όποιες αποδίδονται τιμές

ή την επιδεικνυόμενη των πολλών αδιαφορία,

αυτό που μετράει κι έχει μεγάλη σημασία

είναι πως, εκείνοι έχυσαν το φεγγοβόλημά τους στη πατρώα γης,

με την αίγλη του ηρωισμού τους φώτισαν της ιστορίας τη γραφή

και φύτεψαν στην αιωνιότητα την αντρειωμένη ρίζα της φυλής.

Κι οι αγώνες κι οι θυσίες εκείνων άνθισαν και βρήκαν ανταμοιβή.

Δόξα ψυχής στον ουρανό αιώνια έχουν στεφανωθεί!

 
Όμως αντί στον ορθό λόγο της εκείνων εντολής

μέρα τη μέρα σαν Έθνος να προοδεύουμε

Να μοσχοβολούμε σαν «Άνθος της Ανατολής»  

κι όμονες χέρι-χέρι να δουλεύουμε 

για την δόξα της Ελληνικής Φυλής,

στον λόγο τους γιατί κωφεύουμε

κι αράθυμοι οκνεύουμε!

Ω, βλάσφημος, βλάσφημος όποιος αρνείται να δεχθεί

την τιμημένη «σκυτάλη» που του παραδίνουν οι προγονοί!

Βλάσφημος όποιος άκοπα μεγαλεία κληρονομεί 

και το χρέος του προς το μέλλον δεν κατανοεί!

 
Ω, τί ύβρις στην μεγάλη δωρεά της ζωής!

Ενώ «αβρόχοις ποσίς»

το αγαθό της ελευθερίας σήμερα γευόμαστε,

δεν μάθαμε να το εκτιμάμε, ούτε καν να το σεβόμαστε!

Το αίμα των ηρώων γνωστών κι αφανών, που σαν δυνατό κρασί

ξύπναγε πόθους στη καρδιά για δράση ακαταπόνητη και συνεχή

κι έσπρωχνε στη νίκη και στη δόξα τα σώματά τους με ψυχική αντοχή,

αυτό το αίμα που μας μεταγγίστηκε «πορφυρό»

πώς κατάντησε, πώς μεταλλάχθηκε με τον καιρό

να κυλά στις φλέβες μας ξύδι και χολή;   

Κι αφότου πλέον τη χαρά της αδελφοσύνης δεν μοιραζόμαστε

και σ’ ομόψυχα έργα όσο δεν επιδιδόμαστε,

στα πεδία μαχών στην καθημερινή μας διαδρομή, 

πολύ εύκολα ριψάσπιδες και λιποτάκτες διακρινόμαστε!

Γιατί άραγε; Ω, Μούσες πείτε μου, ποιος και τί φταίει άραγε, τί;

Απ' την ανέκδοτη ποιητικη συλλογή μου "Ανάστροφες Διαδρομές¨" 

 

 

 

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Μπαλάντα μιας χρυσής εποχής




  
      Μπαλάντα μιας χρυσής εποχής



Στης καρδιάς τη κιθάρα σαν κρούονται αναμνήσεων χορδές,
από κάποιες καλές μες στο χρόνο, μέρες μακρινές,
τότε που μ’ όνειρα κολύμπαγα σαν παιδί,
σε θάλασσα ήρεμη και γαλανή,
μουσουργός η ψυχή απόψε τις ανακαλεί!
Και συνθέτει ευθύς μια μπαλάντα νοσταλγική,
ορατόριο ευχαριστίας, ευγνωμοσύνης προσευχή,
για μια εποχή, εποχή φωτεινή,
που αφάνταστα πολύ, είχα τότε αγαπήσει τη Ζωή!
                              
Ω! Ζωής νοήματα πώς ξετυλίγονταν τόσο απλά,
όλα με ντύματα τόσο ονειρικά
π’ αντικατόπτριζαν το παιχνίδι του Κόσμου ανοδικά!
Εκπνοή Θεού, σ’ άσμα ευδαιμόνων η χαρά,
στα γήινα να μη γαντζώνεται η ψυχή κι ο νους μοναχά!
Να σεργιανάει ο ήλιος σ’ αψεγάδιαστο ουρανό,
ερωτοτροπώντας ολοφάνερα με το νερό
κι αυτό να ταράζεται μ’ οίστρο ερωτικό
κι ηδονόχαρος αφρός να ξεσπά στον γιαλό!
                                  
Γλαροπούλια να στήνουν επάνω στο κύμα χορό!
Δελφίνια να κολυμπούν στην ακροθαλασσιά!
Να παίζουν και να γελούν με τα παιδιά!
Να ευφραίνεται και να γελάει
η συνήθως γκρινιάρα ζωή, - σα παιδί να τραγουδάει,
που γλυκά το ταχταρίζει στην αγκαλιά της η μάνα-,
με τις τρέλες και χαρές των θνητών πάνω στη γη,
καθώς άρμεγαν τη λιακάδα τη καλοκαιρινή.
Κι ένα γύρω, στον έρωτα ύμνος ν’ αντηχεί,
όπως την Ανάσταση χτυπά της εκκλησίας η καμπάνα!
                                    
Στου κόσμου το σκηνικό, εκείνος κι εγώ, εκείνο το καιρό,
καθισμένοι συχνά σε ταβερνάκι μικρό,
μέρος του κόσμου και συλλειτουργοί κι οι δυο,
μ’ ένα ποτήρι στο χέρι γιομάτο κρασί!
Σε κόκκινη σάλτσα βουτηγμένη μια μπουκιά ψωμί!
Για επιδόρπιο, ένα αυθόρμητο και δίχως υπονοούμενα φιλί!
Μετά καφέ ή παγωτό και κουβέντα πολλή,
μέχρι να εξατμισθεί το μεσημέρι στη δροσερή αυλή!
                                       
Α! πώς κουνιόταν το στερέωμα σε μέρα ιλαρή!
Στη διάφανη διαύγεια πώς λικνιζόταν κι η μάνα γη μαζί!
Κι όλο έπινα ευτυχία και δεν χόρταινε η ψυχή!
Και σαν άπλωνε τα πέπλα της η νύχτα βασίλισσα,
Ρήγισσα κι Αρχόντισσα στ’ ουρανού τα χιλιοφίλητα,
έδινε ρυθμό και της πλάσης διηύθυνε τον χορό, 
σ’ όσα μέχρι τότε, δεν έζησα και δεν φίλησα,
μια μικρή βασίλισσα μαζί της γινόμουν κι εγώ!
                                           
Με ρούχο γιορτινό, χαμόγελο ζεστό,
σαν άρχοντες βγαίναμε για ένα ποτό!
Κι όσο με κοιτούσε παιχνιδιάρικα, με βλέμμα φωτεινό,
έσπρωχνα στον αέρα της καρδιάς τον άτακτο παλμό!
Και σαν τραγουδούσε «strangers in the night»
με γλύκα περίσσια στη φωνή,
μια ιστορία ξετυλιγόταν τρυφερής αγάπης στη ψυχή.
                                             
Με μια σπίθα κλεμμένη απ’ της οικουμένης το φως
τον κοίταζα κι εγώ
κι ανταπαντούσα «Οnly you»,ο φίλος ο καλός!
Κι όσο φορτιζόταν ο χωροχρόνος
με Σόουλ και μπλουζ μουσική,
να με κερνά, να τον κερνώ κι άλλο ποτό,
ένα γύρω ξανά το αυτό κι απ’ την αρχή.
Να τσουγκρίζουμε τα ποτήρια στην υγειά μας κι οι δυο
ενώ «For Elysse», ο πιανίστας έπαιζε στο πιάνο του μπαρ!
                                              
Κι η καρδιά να σκιρτά σ’ ασυγχρόνιστο τίκι-τακ!
Και σα με το δικό του κλειδοκύμβαλο
ανταπαντούσε κι ο Μπαχ,
καταλάγιαζε στους ήχους τους μελωδικούς, με μιας!
Κι όσο η ώρα έφευγε χαρούμενη, με πηδήματα βιαστικά,
να ηχούνε τραγούδια της Ανατολής κι Ελληνικά!
Αφρικάνικα κι ανάκατα Γερμανικά κι ένα σωρό Ιταλικά!
                                                 
Κι όσο προχωρούσε η παρδαλή νυχτιά,
να λικνίζονται ξαναμμένα τα κορμιά στο ρυθμό Λάτιν και τζαζ
κι η φαντασία μεθυσμένη να ταξιδεύει σε νησιά ξωτικά,
όπου τα γήινα έπαιρναν άλλη μορφή, με μάγια φωτεινά!
Α! πώς χαμήλωνε στη θάλασσα το ολόγιομο φεγγάρι,
να κοιτάζει από πολύ κοντά,
πώς ξεδιπλώνεται μια άδολη αγάπη, γεμάτη χάρη,
το πώς μεθάει από ευτυχία των ανθρώπων η καρδιά!
Κι ύψωνα το χέρι σταθερό στον ουρανό
κι ένα αστέρι προσκαλούσα απ’ το άπειρο στη γη εδώ,
να το κεράσω κι εκείνο γλυκόπιοτο ένα ποτό! 


                                          Αύγουστος 2004

Απ' την ποιητική συλλογή μου "Λυρικές Μονωδίες"

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

Πού η Δικαιοσύνη;


    Πού η Δικαιοσύνη;

Μες στη σιγή των Ωρών
καθήμενη παρέα με τη φίλη Σελήνη,
τους ελιγμούς ατενίζοντας των αστερισμών
στου Σύμπαντος την απεραντοσύνη,
τους συμβολισμούς στοχαζόμουν
των δώδεκα Θεών.
Κι όσο στα ιδεογράμματά τους εν τάχη
επικεντρωνόμουν,
τ’ αναρίθμητο πλήθος των θνητών
αναλογιζόμουν   
που οδοιπορώντας πάνω στη γη, ετάχθη
αντί για ζωής καλοσύνη
μες απ’ Οδύσσεια να περνάει οδύνη.
  
Ω, των αιώνων παραφροσύνη!
Κι όσο συλλογιόμουν
του Διός την τυραννία,
της Αφροδίτης την πορνεία,
της Ήρας την κακουργία,
του Ποσειδώνα την τρικυμία,
της Παλλάδος Αθηνάς την δολοφονία,
του Απόλλωνα την ερωτική μανία
και την επελθούσα στην Δάφνη τιμωρία,
του Ερμή την ψευτιά,
πέτρωσε το σκεπτικό μου απ’ τα πολλά ερωτηματικά.

Κι όσο αφουγκραζόμουν
το τσιτσίρισμα που ’καμε του Ήφαιστου η φωτιά
την ώρα που σφυρηλατούσε στο πυρωμένο ακόνι,
κεραυνούς, πανοπλίες, θύελλες, ασπίδες και σπαθιά 
και μ’ υπόκωφους ψιθύρους αντηχούσε η Δωδώνη,
λες κι έβλεπα του Άρη την αιμοσταγή χοάνη,
λες κι άκουγα του Κρόνου τ’ ανάλγητα χτυπήματα
κραδαίνοντας το πλατύ του δρεπάνι
πάνω στης ζωής τα γεννήματα,
για την τόση των «Ολυμπίων» απανθρωπιά,
αναρίγησε το είναι μου απ’ τα πλήθος διλήμματα 
που κατέκλυσαν παγώνοντας την καρδιά!…
  
Και σαν οσμίσθηκα και τη δύσοσμή τους πνοή
να κατεβαίνει απ’ την Ολύμπια κορυφή
και δίχως τύψεις να σβήνει,
ούτε καν μ’ ένα ίχνος ντροπής πάνω στη γη……
τότε, άλλο στις αντινομίες τους δεν άντεξα πια
και στον «Αιώνα» κραύγασα δυνατά:
 -πες μου, πού η Δικαιοσύνη;
Ν’ ακούσω απάντηση αναμένω….
τεντώνω τ’ αυτιά και περιμένω…..
και περιμένω… κι όσο εκείνος σιωπά…
ένα φύσημα τ’ ανέμου ξαφνικά
μου ψιθύρισε αχνά:
-Πουθενά…….

Απ' την ποιητική συλλογή μου "Ο καθείς εφ' ω ετάχθη"