Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Άξιοι φανήκαμε....αλλά...





                          Τέσσερα είναι της ζωής τ’ αγαθά.
Η Υγεία, το Κάλλος, ο Πλούτος χωρίς δόλο κι η Χαρά της ζωής.
                                ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ {556-468 π.Χ.}



              Άξιοι φανήκαμε… αλλά…
          

Λυκοφιλίες κι Εχθρότητες παραμερίσαμε
Μεγέθη συμφερόντων αναμετρήσαμε
Μίσους τείχη και παραφροσύνης φράγματα γκρεμίσαμε
Ανοίξαμε τις αγκαλιές κι αδελφωθήκαμε.
Φτιάξαμε ωραίες Πολιτείες με περισσή καλλιέπεια.
Με μνημεία τις κοσμήσαμε όλο μεγαλοπρέπεια.
Κι αφότου ξεπεράσαμε τα σύνορα της Γης 
κι ερευνητές ξανοιχτήκαμε
στα πέλαγα της Ουράνιας κορυφής,
με τ’ «άγνωστο» αναμετρηθήκαμε
κι αλχημιστές στους πυρήνες θείων μυστηρίων
εισχωρήσαμε

 Ω, πώς ξεχειλίζει από κατακτήσεις τεχνολογίας
το σιντριβάνι της σύγχρονης Ζωής!
Κι όπως αναπετιούνται ζωογόνοι πίδακες απ’ όλους τους τομείς, 
για την ανοδική μέχρι τούδε της Ανθρωπότητας οδοιπορία,
μιας αξιόλογης και φανταχτερής πολυχρωμίας
του Αιώνα μας γράφεται η ιστορία.
Άξιοι φανήκαμε.
Άξιοι που τα καταφέραμε και σεβαστοί
για τόσα που με κόπους αποκτήσαμε
ως τη τωρινή μας διαδρομή!
Κι όλα δείχνουν πως στη Ζωή, όλα πως βαίνουν καλώς.  
Ω, πόσο αγγέλλεται και χαίρεται η καρδιά του ποιητή
μπροστά στον κολοφώνα που ύψωσε ο σύγχρονος Πολιτισμός
και μ’ εκστασιασμένο το είναι του αναφωνεί:
-Όταν συνεργάζονται και το θέλουν πολύ
τί «Όμορφοι» που γίνονται οι άνθρωποι, σαν Θεοί!

Αλλά γνωρίζοντας το «δόλιο» στη φύση μας τη φθαρτή,
«δόλιο» που φωλιάζει φίδι μες την ψυχή
κι όπως αλλάζει λογιών-λογιών «επιδερμίδες»
είναι σαν να βάζει μύριες όσες κακόβουλες «σφραγίδες»
και σε στάση και θέση διαδρομής, συμβατή
με τ’ Ανθρώπου τον θείο προορισμό,
περιθώριο δεν αφήνει….
ο νους μου μ’ έντονο προβληματισμό
στα «φαινόμενα» ζωής εμβαθύνει.

Αστρίτης το βλέμμα μου γυροφέρνει δώθε κι εκεί
την όλη προβαλλόμενη πρόοδο να δει την πολιτισμική.
Μα σαν καθηλώνεται στο «σύρε κι έλα»
όπως διαμορφώνεται μες την Κοσμική αγορά,
ω, Θεέ μου πώς να συγκρατηθώ να μην με πιάσει τρέλα
που η ανθρώπινη σάρκα ξεπουλιέται όσο-όσο στην τιμή!
Ω, πόσο το είναι μου θλίβεται
κι η καρδιά μου μ’ άγριο χτυποκάρδι σπαρταρά
μπροστά στα μάτια μου ό, τι ανερυθρίαστα γίνεται!

Και μπροστά στην δίχως τέλος αισχρή
αξιών αγοραπωλησία...
μπροστά στην προβολή αρετών ηθικής
μ’ απόλυτη υποκρισία….  
μπροστά στον εξευτελισμό αξιοπρέπειας των Ανδρών…
στην ηθική κατάπτωση των Γυναικών
που το κορμί τους πουλούν για μια μπουκιά ψωμί…..
στων παιδιών την άμοιρη τύχη, την αδόκιμα πικρή,
που ο γονιός τα σπρώχνει στην πορνεία… 
του πλήθους που καταβροχθίζει τα πάντα μ’ απληστία
ενώ δίπλα τους παιδιά πεθαίνουν από ασιτία…..
δεν έχω άλλη απαντοχή, κλείνω τα μάτια μου από ντροπή
κι απ’ τα χείλη μου δυνατά ξεσπάει λυγμική φωνή:  
-Πείτε μου, ω, πείτε μου «ανθρωπόμορφοι Θεοί»,
Πού τελικά, πού «ο Πλούτος χωρίς δόλο», πού η «Κοινωνική Υγεία»;
Πού η «Χαρά» στη σύγχρονη ζωή;
Πού το «Κάλλος» μες την Παγκόσμια Πολιτεία;

 Απ' την ποιητική μου συλλογή "Θέσεις και Αντιθέσεις"

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Ενθαρρύνσεις



                  Ενθαρρύνσεις


Ω! έχεις χρόνο, διάθεση κι υπομονή φίλε κι αδελφέ,
ν’ ακούσεις κι άλλα που θέλω μαζί σου να μοιρασθώ
απ’ όλα κείνα που μιλήσαμε απόψε η Σελήνη κι εγώ;
Τί κι αν σύννεφα βαριά καλύπτουν συχνά τη γη;
Τί κι αν ο ουρανός μπουμπουνίζει και πέφτουν κεραυνοί;

Τί κι αν φαίνεται πως το Φως της μέρας έχει χαθεί
και πως στη ζωή μας ζοφερή Νύχτα έχει απλωθεί;
Τι κι αν η Ώρα σκορπίζει θάνατο, ή πότε φωτιά και πότε βροχή;
Τί κι αν από καιρό σε καιρό, σείεται απ’ τη ρίζα η γη
και τρέμουν τα βουνά σε Δύση κι Ανατολή;

Η ζωή μας αδελφέ, όπως και της φύσης η ζωή
μπορεί να ’χει τις καταιγίδες της και τους σεισμούς της
Τις φωτιές και τις πλημμύρες, τους θυμούς της  
Έχει όμως και τους αρμονικούς παράλληλα ρυθμούς της,
μες τη συνεχή των πραγμάτων εναλλαγή
να διατηρείται το μέτρο και η χρυσή τομή,
για να επανασυνδέει τους διαλυμένους αρμούς της.
                                               
Κι ενώ αδελφέ μου ξεπεσμένοι τ’ Ουρανού θεοί,
ερχόμαστε δω στη γη
και μ’ Εκείνον τον Έναν δεν κάναμε ακόμη ανακωχή,
ας στηριχθούμε στην αρχέτυπη συγγένειά μας,
                                                          για όλους κοινή.
Κι όσο λαξεύουμε τα σημάδια μας πάνω στους βράχους της γης,
ακόμη κι όταν σκοντάφτουμε ή σερνόμαστε καταγής,
ας μεριμνούμε κατοικία μας να μην είναι η λάσπη κι η σκόνη.
Ούτε κρεβάτι μας, η ερημιά
όπου της μοναξιάς σαν αγριεύουν τα στοιχειά
η ψυχή μας παγώνει.

Ακόμη κι όταν σ’ αγκάθια το κορμί ξεσχίζεται και ματώνει,
ακόμα κι όταν μας καίει αλύπητα του ήλιου η φωτιά
κι η δίψα τα χείλη ξεραίνει και στεγνώνει,
ας στρέφουμε τα μάτια, να κοιτάμε ψηλά!
Δεν είμαστε κομπάρσοι στη ζωή,
αλλά πρωταγωνιστές
κι όλοι έχουμε δυνατότητα σ’ επιλογές
το πώς σε κάποια θα φτάσουμε κορυφή.


Και μου ’πε απόψε η Σελήνη, με λόγια απλά,
λόγια ενθαρρυντικά, γιομάτα σιγουριά: 
- Ω, άνθρωποι, τούτος ο Κόσμος, έχει χώρο για όλους  
και για «Αγγέλους» και για «Διαβόλους».  
Μα όποια μορφή κι αν έχετε, ω, μη το λησμονάτε,
πως του ίδιου Πατρός ήσαστε αγαπητά παιδιά.  
Αναθαρρείτε!
Τα πρόσωπα στο φως της αυγής ξεσκεπάστε!
Χέρι-χέρι όλοι αδελφικά πιαστείτε
κι ό, τι βαραίνει τη σκέψη, από πάνω σας βγάλτε
κι ο ένας στον άλλον αρχίστε να χαμογελάτε!
Ο έναστρος Ουρανός,
ω! Εκείνος ποτέ δεν θα πάψει να σας χαμογελά.
Κι άγρυπνο το Θείο Συνειδητό,
από πάνω σας μ’ ορθάνοιχτη στέκει
την πατρική Του αγκαλιά.  
Στις όποιες δοκιμασίες σας καθοδόν,
ακόμη κι αν η ψυχή σας ναυάγησε στο πονηρό,
αρωγός δίπλα σας παραστέκει.
Βάλσαμο το χάδι Του κι ο λόγος Του παρηγοριά!
Παρηγοριά πως η Ζωή δεν παραμένει
στο νήμα αιώνιας πτώσης κρεμασμένη….. 

 Απ' την ποιητική συλλογή μου "Ο καθείς εφ' ω ετάχθη"

Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

Να μ' έκανες Θεέ μου ποιητή!!!!





        Να μ’ έκανες Θεέ μου ποιητή!

Πριν ακόμα φέξει, στου «σπιτιού» μου το παραθύρι,
της «Βαβυλώνας» βάρβαρο ένα-ένα κύμα ξεσπά κάθε πρωί
και το ένα μετά το άλλο, το λαμπυρίζον χαμόγελο της αυγής παρασύρει.
Απ’ της ανθρωποθάλασσας το τρεχαλητό
στον κήπο της γης απλώνεται ο κουρνιαχτός, μια γκρίζα γύρη..
Κι ο πρωινός αέρας μ’ αλλεπάλληλες ριπές  
φέρνει κι ακουμπά στο περβάζι χιλιάδες μυρωδιές,
δάφνης και ρίγανης, δυόσμου και βασιλικού ευωδιές
από φαγητά που ψήνονται νωρίς-νωρίς σε πλουσίων σπιτιών αυλές
με μυρωδιές ανάκατες από ιδρώτα μεροκαματιάρηδων, αψιές.   

Μες απ’ το πολυθόρυβο των κυμάτων βουητό,
στον «αφρό» της μεγάλης πόλης της αμαρτωλής
ξεχωρίζω νότες βραχνές, από μουσική μιας αγωνιώδους ζωής.
Χωρίς αρμονία, παράχορδες φωνές μια ζωής πεζής,
δίχως ανασασμό, χωρίς ενόραση για κάποιο ιδανικό,
ζωής που σέρνεται σύριζα καταγής.
Κι όσο το βήμα των ανθρώπων αντικρίζω, το λυγισμένο,
μουδιασμένων μελών βήμα κουρασμένο,

όσο βλέπω δέσιμο χεριών σε ταπεινών έργων τροχό
κι ούτε ένα δάκτυλο στραμμένο προς τον ουρανό
μόνο το βλέμμα προς τη γη συνεχώς στραμμένο,  
χωρίς δίψα φωτός, νυσταγμένο,
το πέρασμα συλλογίζομαι των τελευταίων γενεών.

Εν’ άδοξο πέρασμα δίχως έξαρση ιδανικών
σ’ ένα στίβο γιομάτο «λάσπη» και πλήρη «αγκαθιών».
Χωρίς μια χειρονομία προς τα «ευγενή»,
δίχως σκαρφάλωμα σε κάποια κορυφή.
Κι ο πικρός συλλογισμός, σπίθα φούντωσε στην ψυχή
Κι επιθυμίας άναψε μια φωτιά δυνατή.
Αχ και να μ’ έκανες Θεέ μου, ποιητή!

Δύτης θα εισχωρούσα στου Κόσμου Σου την ομορφιά!
Κι απ’ τα θαύματά Σου τα ορατά
και τ’ αόρατα που σμίγουν την ακτίνα τους τη χρυσή
με του Σύμπαντος την πλατειά ψυχή,
Έμπνευση θα ’παιρνα και μια ραψωδία θα ’γραφα ξεχωριστή.
 Απέραντο δάσος τις λέξεις θα ’κανα, μ’ ανθισμένες κορυφές,
να κυματίζουν περήφανα στ’ ουρανού Σου τις απλωσιές

Κι απ’ τους ακίνητους των δέντρων κορμούς
κι απ’ τις ρίζες τις βαθιές
σαν μέλισσα θα ρουφούσα χυμούς.
Χυμούς μ’ ανοιξιάτικες μοσχοβολιές
τις πίκρες να γλυκαίνω της ανθρώπινης ψυχής.
Θα κορφολογούσα ωραίες ιδέες απ’ των δέντρων τις φυλλωσιές
να ντύσω με καλοκαιριού ηλιόχαρες φορεσιές
το γυμνό και κακάσχημο κορμί της ζωής.

Κι ένα μεγαλόπνοο τραγούδι θα ’γραφα ευθύς,
σαν θούριο του Ρήγα ηρωικό!
Και με τη λύρα της Ορφικής ψυχής,
μ’ ανάκρουσμα του Τυρταίου τον παλμό,  
ύμνο θα συνέθετα,
όπου θα ’σμιγα το αιθέριο της αυγής,
τον κρίνο και τ’ αστέρι, τη φλογερή αστραπή,
την ελπίδα και την πίστη πως το «αύριο» θα ’λθει
μ’ όψη περίλαμπρη, φωτεινή.   

Και τότε σαν κορώνα του Ήλιου βασιλική
στης Ζωής την απογυμνωμένη κεφαλή θα τον έθετα!
Κι αν η κάθε του συλλαβή
απ’ την Πόλη ως στην Έρημο ακουσθεί
των λαών να ξεσηκώνονταν τα πλήθη,
ενάντια στων παθών τ’ αγκάθια, στα κακόβουλα ήθη…..
Ελεύθερο το «ευγενέστερο» τ’ ανθρώπου να ξεπηδήσει.

Κι αν από κείνο, φως στη ζωή της γης ξεχειλίσει,
ν’ ανταμώνονται οι άνθρωποι στους δρόμους μ’ αγαθή ψυχή
κι ένας στον άλλον, λέγοντας: εν χορώ:
-«Ας δαμάσουμε
τα κύματα του μίσους που μας δέρνουν στον κόσμο αυτό».
Και τραγουδώντας με τροβαδούρου φωνή,:
-«Άς λησμονήσουμε,
ό, τι μας πλήγωσε στον πόλεμο τον Κοινωνικό»,  
συντεταγμένοι σε κοινή πορεία όλοι μαζί
ν’ αποτινάξουν απ’ τις φορεσιές τους
την αιματόχροη σκόνη της γης.
Κι ύστερα μ’ ανοιχτές τις καρδιές κι αγκαλιές τους
τρανό πανηγύρι να στήσουν, λαμπρή γιορτή ζωής  
και να χορεύουν λεβέντικα όλοι, μ’ ορθή τη κεφαλή…...

 Απ' την ποιητική συλλογή μου "Το μισάνοικτο παραθύρι"

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012

Στο κάλεσμά Σου πώς να πω το "ναι";


Στο κάλεσμά Σου πώς να πω το «ναι»;


- Ω, Γαλήνιε Μακάριε Ουρανέ!
Αδυσώπητη μαίνεται γύρω μου του Κόσμου η μάχη.
Αλλά κάτω απ’ το λαμπύρισμά Σου
φόβο δεν νοιώθω κανένα
κι ας είμαι μια ύπαρξη μονάχη.
Όσο έχω στην ζωή μου συμπαραστάτη
την «αξόδευτη» εντός Σου για τον Κόσμο Αγάπη
στην γήινη θ’ αντιτάσσομαι αυταπάτη.
Μα ω, Ουρανέ
στ’ άγιο κάλεσμα Σου,
«Ειρήνη υμίν» πώς να πω το «ναι»;

Μη και στον παραγκωνισμένο τον ποιητή εμένα
έλαχε ο κλήρος να διαμαρτυρηθώ
για της μισαλλοδοξίας το επικρατούν πνεύμα το θριαμβικό;
Για της παραφροσύνης τ’ «άλογα» που αναρίθμητα ξεπηδούν
κι άγρια προελαύνουν, ακάθεκτα και μεγαλοπρεπή
χλιμιντρίζοντας «θύελλες», απ’ όπου ξεσπούν
επί δικαίων κι αδίκων οι «κεραυνοί»
κροταλίζοντας δυσοίωνες για το μέλλον προβλέψεις;

Ω, Ουρανέ, πώς να καταγράψω των οφθαλμών μου τις βλέψεις;
Τα χέρια μου κοίτα που είναι δεμένα
και πώς ν’ αγγίξω το χαρτί, να πιάσω και την πένα;
Ελεύθερος είναι μόνον ο νους μου που στρέφεται σε Σένα
και το φως Σου επικαλείται, να καταυγάσει τα σκοτισμένα.
Αχ και να φεγγοβολούσαν των ανθρώπων οι σκέψεις
όπως φέγγουν τ’ αστέρια στου απείρου Σου την απλωσιά!
Τότε ίσως δεν θα κάλπαζαν στης γης τις εσχατιές
τόσων «αλόγων» αφηνιασμένες ορδές
που σαν ακρίδες πέφτουν πεινασμένα στίφη 
κι αφανίζουν στο πέρασμά τους όλα τα ίχνη
απ’ της Ζωής την λαμπροφόρα ομορφιά!

Ω, Ουρανέ, ας ήταν το Πνεύμα Σου το αγαθοποιό
να μ’ ανύψωνε σε τέτοιο βαθμό
που να μην μου είναι πλέον δυνατό,
χολή να χύνω πικρίας 
για κακόβουλες ενέργειες όσων νέμονται την αρχή εξουσίας!
Αλλά για τα πάθη που οι άνθρωποι περνούν αυτόν τον καιρό
αγάπης βάλσαμο ας ήταν δυνατό να ρίχνω κι έλαιο θεραπείας!

 Απ' την ποιητική συλλογή μου "Προσωπογραφίες"

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2012

Σαν την Αλίκη των παραμυθιών




Σαν την «Αλίκη» των παραμυθιών

Με του «Γκιούλιβερ» τη δίψα ταξιδιών
όταν ξεκίνησα να βρω τη δική μου «Ειμαρμένη»,
σαν την «Αλίκη» των παραμυθιών
-όπως στα όνειρα συμβαίνει-
βρέθηκα σε χώρες παραμυθένιες, φαντασμαγορικές
όπου πολύχρωμα πουλιά πετούσαν μπροστά μου
δείχνοντας μου τον δρόμο προς τα όνειρά μου.
Κι ήταν χώρες με γυάλινο θόλο σκεπασμένες
όπου οι φυλλωσιές των δέντρων αδελφωμένες
δροσάτο ίσκιο μου πρόσφεραν μ’ ανοιχτές αγκαλιές. 

Στις χώρες αυτές οι μέρες κι οι νύχτες, ο Ήλιος κι η βροχή.
Ο κύκλος των εποχών, ο Θάνατος κι η Ζωή,
όλα ήταν εναρμονισμένα μ’ αλληλοδιάδοχους νόμους
κι άφηναν τ’ αχνάρια τους σε καθορισμένους δρόμους.
Είδα τον σπόρο που βλασταίνει κι ευδοκιμεί
ακολουθώντας αρχέγονες καταβολές.
Είδα το δέντρο που ψηλώνει κι ανθοβολεί
κι όταν έδινε τους καρπούς του, έπειτα οι φυλλωσιές
μες σε μια απαλότητα μαραίνονταν αργή.
Πάνω σ’ ανθοστόλιστα περπάτησα χαλιά
κι ο άνεμος μου ’φερνε άγνωρες ευωδιές
απ’ αρώματα που ζάλιζαν νου και καρδιά.

Σε κήπους περιπλανήθηκα εξωτικούς,
κήπους δίχως φύλακες ή φρακτών σιδεριές,  
όπου Φίλους αγαπημένους συνάντησα παιδικούς
που ’χαν με τον χρόνο, μες στον χρόνο χαθεί.
Δασκάλους αντάμωσα σεβαστούς  
π’ αγάπησα για την χαρμόσυνή τους ψυχή
κι αντάλλαξα φιλικούς χαιρετισμούς
μ’ Άνδρες που ’χα στη ζωή μου ερωτευθεί.

Σ’ αυτές τις χώρες που βρέθηκα τις παραμυθένιες,
Ω, τι γαλήνη! Ανησυχία δεν ένοιωθα παραμικρή,
ούτε καμιά εντός μου υπόβοσκε ταραχή.
Σκοτούρες ξέχασα κι απολησμόνησα
όλες τις βιοτικές μου έννοιες
Και σ’ όποια παγκάκια έγειρα και κοιμήθηκα
χωρίς κανείς να μ’ ενοχλεί
α, ο ύπνος μου πόσο ήταν ελαφρύς,
ηρεμιστικός δηλαδή!
Τόσο που έκανα ειρήνη τελικά
με τους άλλους και το συνειδητό μου!
Μα την αλήθεια, ήλθε η ώρα
να σας πω το μυστικό μου.
Απ’ αυτές τις χώρες, φίλοι αγαπητοί,
είχαν όλοι, μα όλοι «οι άλλοι» εξαφανισθεί,
όλοι εκείνοι που στο πέρασμά τους σαν ποντικοί,
δίχως να το καταλάβω στιγμή τη στιγμή
και λίγο-λίγο ροκάνιζαν τον εαυτό μου….
κι ίσως φίλοι μου για τον λόγο αυτό,
με παραμυθένια τις είδα μορφή….
           
Απ' την ποιητική συλλογή μου "Στον δρόμο του Ενός"

Πέμπτη 2 Αυγούστου 2012

Ελληνική φυλή


                     Ελληνική φυλή

                                Α’
Της ιστορίας σου τα θαυμαστά
κόμπο τα δένω
και στα στήθη μου τα φορώ καμαρωτά,
φυλακτό ευλογημένο!
Να τα πιάσω απ’ την αρχή;
Θα πάρει χρόνο το ιστόρημα
να μιλήσω για σένα Ελληνική φυλή.
Μα ως να σπαθίσει αετός στ’ ουρανού τα δυσθεώρητα, 
θε’ να βρω λίγα λόγια, να επικεντρωθώ στο νόημα.

Καρπερή Μήτρα ήσουν,
απ’ όπου γεννήθηκαν πλήθος οι σοφοί.
Ο επαναστάτης Προμηθέας ήσουν,
«φλόγα φωτός» μεταφέροντας δωρητής.
Ακούραστος ένας Άτλαντας ήσουν,
«πνεύμα αθάνατο» στους ώμους να κρατεί.
Ο Μέγα Αλέξανδρος ήσουν,
ονειρικών αξιών μεταλαμπαδευτής
ως τις εσχατιές αυτής της Γης.
Στρατοκόπος ήσουν Οδυσσέας
που σ’ έκαιγε βήμα το βήμα σ’ όλη σου τη διαδρομή
ασίγαστη λαχτάρα την Ιθάκη σου να ξαναδείς.

Πάντα ο μπροστάρης ήσουν για τιμή και λευτεριά!
Κι ήταν όλος ο τόπος σου πανάρχαια φυλή,
ένα χωράφι καθαγιασμένο!
Λες κι απ’ τις προσφορές θυσιών σε κάθε μια σου εποχή
που χωνεύτηκαν στη βραχώδη σου γη, 
τίποτε δεν πήγε χαμένο!
Σάμπως και καταβολάδων ρίζωμα γινόταν βαθύ
στο χώμα κρυμμένο
και στην όποια βαρβάρων επιδρομή,
ξεφύτρωναν οι προγονικές σου αρετές αυτοστιγμεί, 
που θέριευαν στο δέντρο της λευτεριάς χυμώδεις βλαστοί!

                                         Β’
Μ’ από κει που τη δάδα του πολιτισμού
περήφανα ψηλά στο χέρι κρατούσες
κι από γενιά σε γενιά την περνούσες    
μ’ άσβηστη φλόγα στα υψηλά σου ιδανικά
Κει που πολεμώντας για θρησκεία, πατρίδα και λευτεριά
ηρώων πρότυπα έδωσες προς μίμηση θαυμαστά,  
λες και στη «Σύβαρη» μετοίκησες προ πολλού,
όπου επαναπαυόμενη στης κληρονομιάς τ’ αγαθά
στη φιληδονία παραδόθηκες, μ’ αστόχαστο νου.

Κι αφότου εγκολπώθηκες του πλούτου τη χλιδή
ανασαλεύεις ανάσκελα με μια περηφάνια σαχλή…
Μη και δεν καταλαβαίνεις
πως άεργη όσο παραμένεις κι οκνή,
εγκλωβισμένη σ’ «ηδονών» μένεις
«πολύμορφη σκλαβιά»;
                                       Γ’
Ω, της ψυχής μου η θλίψη θέριεψε τόσο πολύ,
που άλλο δεν αντέχω πια
να σε κοιτούν περιγελαστικά «φίλοι κι εχθροί»
κι ως παράδειγμα να σε δείχνουν προς αποφυγή….
Ω, αναταράξου ακόμη μια φορά!
Κι έλα να πάρουμε τον δρόμο μαζί
προσκυνητές στης Άγιας Λαύρας την εκκλησιά
τον αποξεχασμένο ν’ αφουγκραστούμε
όρθρο για την λευτεριά.
Και σαν ο νους αναπτερωθεί
και πεταρίσει δυνατά η καρδιά.    
ύστερα βαθιά εντός μας, κείνη τη σπίθα να βρούμε
Φλόγα να την κάνουμε, φωτιά να πυρποληθούμε..
Και κρούοντας τη λύρα του Τυρταίου, 
στο μονοπάτι να βαδίσουμε «του μεγάλου κι ωραίου».
                                        Δ’
Ω! ας ήταν να εντρυφούσαμε
ξανά φυλή μου Ελληνική  
στη μαγεία των στίχων του Ομήρου!
Νοήματα ν’ αντλούσαμε
απ’ τον «Επιτάφιο» του Περικλή
Κι σ’ ένα σώμα ενωμένοι με μια ψυχή,
για ωραίους αγώνες ο νους μπροστάρης,
όλοι μαζί ταξιδευτές του ονείρου,
ως Νέος Αλέξανδρος καβαλάρης,
ας ήταν να καλπάσουμε ως τ’ άδυτα του Απείρου!

 Απ' την ποιητική συλλογή μου " Ανάστροφες Διαδρομές"