Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

Μια καθημερινή τραγωδία....



  Μια καθημερινή τραγωδία....

Έχω στο νου μου αρκετό υλικό είναι η αλήθεια,
εξωφρενικά για να γράψω παραμύθια
όπου όλα, μες από θύελλες και συφορές,
βαίνουν κατ’ ευχή τελικά
κι όλοι οι πρωταγωνιστές
ευτυχισμένοι ζούνε στο τέλος καλά.

Μα πώς ωραία να γράψω παραμύθια
όταν ο εξαναγκασμός των πολλών σ’ ανεργία
σαν αγκάθι μου σουβλίζει πέρα ως πέρα τα στήθια!
Μη και δεν έχουν όλοι δικαιώματα πάνω στη γη
σ’ ευκαιρίες για δουλειά, να κάνουν προκοπή,
του καθενός να πάει μπροστά η διαδρομή;

Και πώς να παραβλέψω την πολιτική αδιαφορία
για την δική τους ανερμάτιστη δοκιμασία
αυτή που ολοφάνερα στα μάτια μου μπροστά
εκτυλίσσεται καθημερινά!
Και μες στην απρόσωπη των ημερών μας κοινωνία,
πώς να μην επικεντρωθώ και στην ανείπωτη τραγωδία
εξ αιτίας της αναδουλειάς που διαδραματίζεται σιωπηλά,
μες σε σοφίτες κι υπόγεια σκοτεινά
όπου μόνο η απελπισία
κι η απόγνωση παραμιλά!

Ω, σε πόσο βαθύ με ρίχνει συλλογισμό
τούτη η βιωματική τους συφορά!
Κι όσο πλιότερο την κατανοώ,
του άνεργου συναισθάνομαι τον πόνο
που κλαίει και το κεφάλι του στον τοίχο χτυπά
κι αναφωνεί με δάκρυα στα μάτια του καυτά:

-Ω, Να ’χεις χέρια και να σου λείπει η δουλειά!
Να λείπει ολότελα το ψωμί απ’ τη φαμελιά!
Μες στον χιονιά να λείπει στέγη και φωτιά
Τέτοια ζωή δεν αντέχεται άλλο πια!
Κι όσο αφουγκράζομαι της φωνής του τον βόγκο
και της δικής μου υψώνω τον τόνο:
Ω, Θεέ μου σπλαχνίσου κι αυτόν κι όλη του τη φαμελιά. 
  
Κι απευθυνόμενη σ’ «ειδήμονες» «δεξιά κι αριστερά»
ρωτώ: - Μη και δεν αξίζουν όλοι οι άνθρωποι στη γη
μια καλύτερη ποιότητα σ’ αυτή τη ζωή
τόσο σ’ επίπεδο βιοτικό
κι άλλο τόσο σε πολιτιστικό;
Ποιος απ’ όλους μες την κοινωνική συνοχή
το δάκρυ των πεινασμένων παιδιών σαν δει
θα τρέξει να το σφουγγίσει;
Με καλούδια κι αγαθά τ’ άδειο τραπέζι ποιος απ’ όλους θα γεμίσει;
Στ’ ανήλιαγα, ποιος λίγο φως θα σκορπίσει;
Ποιος μ’ ελπίδα τη καρδιά της φαμελιάς θα φορτίσει;
Ποιος για δουλειά μια πόρτα θ’ ανοίξει;

Μη και μίλησα ως τώρα όμως ψιθυριστά
κι απόκριση δεν έφτασε στ’ αυτιά μου ακόμη καμιά
απ’ αυτούς που φορούν «στολές» με χρυσά κουμπιά,
απ’ εκείνους που κρατούν θύρσους καμαρωτά,
κι απ’ τους άλλους που σκορπίζουν ευλογίες από μακριά;
Α, κατάλαβα! Μίλησα στο «πουθενά»
Κι η σιωπή τους μου λέει, τί μου λέει;
Την ίδια επωδό.
Πως δεν πρέπει να τους ενοχλώ!
Μα εγώ με την ψυχή μου να κλαίει
από κοντά όσο κοιτώ
όλους αυτούς τους άμοιρους θνητούς
π’ ανελέητα δέρνονται
απ’ το ραβδί της ανεργίας,
ω, πόσο ντρέπομαι
για τα χτυπήματα που δέχονται!

Νοιώθω τον πόνο τους τον ανυπόφορα δυνατό
και για την μοίρα τους όσο κι αν αγανακτώ,
-επικαλούμενη της Θεϊκής ευσπλαχνίας-
τί να δικαιολογήσω και πώς να τους το πω!
Πώς η τύχη τους καθορίζεται απ’ τα «τερτίπια» της εξουσίας
κι εξαρτάται απ’ τα «κέφια» της πλουτοκρατίας
αυτής που ιδιωτεύει μετά κραιπάλης κι ευωχίας;....
Κι άλλο τόσο από δομημένους κοινωνικούς θεσμούς,
που ενώ φέρουν «ετικέτες Προνοίας»
ακολουθούν «βραδυπορίας» ρυθμούς;. …..



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου