Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Αυτό ήταν τ' όνειρό μας;





Αυτό ήταν τ’  όνειρό μας;
                                  

Κάποτε, στα χρόνια τα παλιά, ο Κύριος είπε:
«Ειρήνη υμίν. Αγαπάτε αλλήλους».
Μα εμείς, το μήνυμα και τον αντίλαλο της φωνής  Του,
τα πήραμε και ρομφαία τα σηκώσαμε και ξίφος!
Με σημαία τ’ όνομά Του,  αλαζονεία και ύφος,
πολεμήσαμε.
Χωρίς δισταγμό ο ένας τον άλλον μισήσαμε.
Ποτάμι απλόχερα σκορπίσαμε
το αίμα του αδελφού, πάνω στην έκπληκτη γη!

Κι έμεινε άναυδος στη φρίκη ο ουρανός!
Κι αντάριασε τη πλάση ο χαλασμός!
Πού η συμπόνια; Πού η αγάπη; Χάθηκε το φως!
Και πάλι ακούστηκε στο σύμπαν η φωνή Του:
«Εγώ είμαι το φως και η πηγή της αιώνιας ζωής.
Κι όποιος μ’ ακολουθήσει,
μέσα στον χρόνο, ποτέ δεν θα χαθεί».
Κι εμείς, χωρίς δισταγμό, επιλέξαμε το σκοτάδι!
Μας τύφλωνε τ’ ουρανού το φωτεινό σημάδι!
                             
Από λόγια πλανευτικά, κι από μύριες υποσχέσεις
λαοπλάνων οδηγών σαγηνευτήκαμε
και στρατοπεδεύσαμε στον άχρονο χρόνο.           
Αλόγιστα, το «τώρα» λατρέψαμε  και την ύλη μόνο!
Καλοκουρδισμένα στρατιωτάκια, -άπειρες στρατιές-
με παρωπίδες καλύψαμε τις δικές μας ματιές
υπακούοντας τυφλά σε κάθε είδους διαταγές και προσταγές.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, τον κήπο της Εδέμ αρνηθήκαμε
και στη γη της Επαγγελίας βαλθήκαμε
άφρονες και μωροί να κτίσουμε τον πύργο της Βαβέλ!

Τί αυταπάτες που τρέφει ο ανθρώπινος νους!
Και πότε γένηκε στο διάβα του αιώνα,
σ’ αυτή τη πλάση, το κτίσμα,
τον Δημιουργό να καταφέρει ν’ αγγίξει,
τ’ ουρανού το προπέτασμα να διαβεί, να ξεπεράσει
και πέρα και πάνω από Εκείνον να τρέξει να φθάσει;
  
Ω, άνθρωπέ μου τι μου λες;
Μάχες κερδίσαμε αρκετές
στον αγώνα να τιθασεύσουμε τη φύση.
Μα γίνηκε «μπούμεραγκ» κάθε μας νίκη
και τον πόλεμο χάσαμε μαζί της τελικά. 
Δεν βρήκαμε ησυχία και τη γαλήνη πουθενά
και στο πλήρωμα του χρόνου, ούτε την ειρήνη
που λαχταρούσε η ανθρώπινη καρδιά.

Κι αρχίσαμε να φτιάχνουμε φωλιές- κλουβιά,
με υλικά την μοναξιά, παρέα την σιωπή
και την σκιά της θλίψης και του φόβου.
Κι όλα μαζί ένα σωρό, τα βάψαμε χρυσή μπογιά!
Και θαμπωθήκαμε!
Και θαμπωμένοι, όμοια μ’ αγρίμια και θεριά,
κει μέσ’ αμπαρωθήκαμε!
                              
Άραγε αυτό ήτανε τ’ όνειρο που ζήλεψε η καρδιά
και τ’ όραμα της σκέψης; του ανθρώπινου νου;
Σφραγίζοντας ερμητικά το μονοπάτι τ’ ουρανού,
με την δική μας θέληση, στο πέρασμα απ’ τη γη 
δέσμιοι να καταλήξουμε στης μοναξιάς τη φυλακή;
Να παγιδέψουμε στην ύλη τη σύντομη ζωή;
Σ’ του «εγώ»τις αυταπάτες να βυθιστούμε το ψέμα,
την ύπαρξή μας να καλύψουμε στης αβύσσου τη σιωπή;
Να εξοστρακίσουμε στο επέκεινα το αθάνατο το πνεύμα;
Πώς καταφέραμε τελικά και σκοτώσαμε την ψυχή μας!
Την ίδια την ζωή μας;


                                        Μάιος    1995


Απ’ την ποιητική συλλογή μου «Σκόρπια Φύλλα»

1 σχόλιο:

  1. Κι όμως είμαστε ακόμη Ζ ω ν τ α ν ο ι Ιουλία μου και παλεύουμε μέσα στο σκοτάδι για λίγο φώς.

    Νά είσαι πάντα καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή