Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Γιατί να μην γερνάει κι η ψυχή;






      Γιατί να μη γερνάει κι η ψυχή;

                             

Προτού η μάγισσα νύχτα κακιωμένη πλακώσει,
πριν το μεγάλο φάντασμα της Σκιάς φανεί
μ’ ακονισμένο δρεπάνι να με ζυγώσει
και το χαμόγελο του θανάτου που καιροφυλακτεί,
σα μορφή Μέδουσας να με παγώσει,
κάτσε απόψε συντροφιά μου ταξιδιάρικο πουλί,
κάτω απ’ αυτή του φεγγαριού τη φωτοχυσία.
Είναι τόση γαλήνη εδώ, στην έρημη παραλία!

Όμως μη και δεν το ξέρεις κι εσύ
πως η μοναξιά στης ζωής τη διαδρομή,
είναι αδικία;
Ζύγωσε δίπλα μου λοιπόν των ωρών ν’ αποδιώξω τη μελαγχολία
κι έλα να πιούμε απ’ την ίδια κούπα της Ζωής το κρασί,
να ξεχάσω πως είμαι παραδομένη στης «νύχτας» τη σιωπή
να νοιώσω πως τάχα βρίσκομαι στην χαραυγή.
Με «οίνο και άρτο», θα την βγάλουμε ως το πρωί,
ατενίζοντας απόψε παρέα και συντροφιά μαζί  
του σύμπαντος το πανόραμα!
Ν’ αναπτερωθεί η καρδιά,  σ’ ένα κρυφό μου όραμα!

Κι έλα, με μια να τραγουδήσουμε φωνή,
πρίμο σιγόντο, κομπανία στη γλυκιά μουσική,
τη μουσική της ανόδου μετά τη πτώση στη γη,
που τούτη τη νύχτα αντηχεί,
μα την παίζει κλαίγοντας απόψε,
η ψυχή του τσιγγάνου στο βιολί!

Ας τσουγκρίσουμε τα ποτήρια γεμάτα κρασί
λέγοντας μιαν ευχή
και θα σου πω την αλήθεια που με καίει, πικρή.
Μ’ άλλους ήχους συνοδεία στη διαδρομή, 
λαχταρούσε η ψυχή ν’ αρπίσει στις χορδές της μουσική,
όταν ταξίδευε με της νιότης το ολόλευκο φαρί.
Πώς χαμογελάει γιομάτο φως απόψε το φεγγάρι!
Τούτη η μάγισσα Σελήνη! Πηγή μακαρίων νυχτών,
παιδικής αθωότητας μαξιλάρι,
κι αρχαία φλόγα, ιερών στη ζωή τελετών!
                                                                               
Μήπως σε κουράζω που μιλώ πολύ;
Η «νύχτα» εδώ σιμά μου, κρατάει σε μάκρος!
Ω! Να «ξημερώσει», πόσο αργεί.  
Μα μέχρι να τελειώσει το κρασί και ο άρτος,
ρίξε στη φωτιά κι άλλο δαδί.

Κι όσο είναι ακόμα το φεγγάρι ψηλά στον ουρανό,
άκου’ που θα σου πω ένα μεγάλο μυστικό.
Για ό, τι προσέφερα κι έδωσα, μεγάλη χαρά έχει η ψυχή!
Κι  ό, τι αγάπησα, γινόταν ωραίο! Απίστευτα Ιερό!
Ήταν ατέλειωτα καλό!
                                           
Όμως δεν μου ‘γινε από νωρίς αντιληπτό,
πως αιτία γινόταν αυτό κι ανοικτή μια πληγή,
να υποφέρω μυστικά, μες στη νύχτα μοναχή.
Μη κοιτάς που στον κόσμο το στόμα μου χαμογελάει!
Η φωνή του καθόλου δεν μ’ αρέσει, ούτε σαν τραγουδάει.  
Αξιοπρέπειας έμαθα μια μάσκα να φοράω,
για να κρύβω το πόσο βαθιά μέσα μου πονάω!

Και μη γελάσεις μαζί μου ταξιδιάρικο πουλί,
γιατί ονειρεύομαι ακόμα και ζητώ σαν παιδί,
μιαν αγκαλιά τρυφερή! Ένα χάδι και ζεστό ένα φιλί!
Κι ας ήταν δυνατόν και να μπορούσα,
απόψε τον χρόνο πίσω να γυρνούσα!
Τη νιότη μου απ’ την αρχή
μαζί σου, ταξιδιάρικο πουλί να ξαναζούσα!

Να ’μαι παρούσα σ’ όλα και παντού
με τη γνώση που έχω τώρα μες στο νου!
Α! στ’ αλήθεια και να μπορούσα,
Να τα βάλω με τον χρόνο, θα τον πολεμούσα!
Στα έρωτος κι αγάπης τα θαυμαστά, θ’ ακουμπούσα
και το μονότονο του ρολογιού του τίκι-τακ θα σταματούσα,
να μην αδιάφορα γυρίζει κι αμείλικτα συνεχίζει,
κάθε ώρα και στιγμή, ειρωνικά να μου θυμίζει,
πως το ’χασα το τραίνο της ζωής, από νωρίς!
                                                                                                                   
Πολλά σου είπα, ταξιδιάρικο πουλί!
Και πιο ανάλαφρη νοιώθω, που σου μίλησα τόσο πολύ.
Όμως το ξημέρωμα ροδίζει, η φωτιά αργοσβήνει.
Τέλειωσε ο άρτος και το κρασί.
Τώρα να φύγεις, σίμωσε η ώρα να πετάξεις αλλού. 

Μ’ αν κάπου τον πανδαμάτορα χρόνο συναντήσεις
σεργιανώντας στ’ άπλωμα τ’ ουρανού 
κι αν τον σταματήσεις μια στιγμή,
ρώτησέ τον αν μπορεί να σου πει:
Γιατί ενώ φθείρει το κορμί και το γερνάει,
την ψυχή, ω την ψυχή την ξεχνάει,  
ούτε καν την αγγίζει, την προσπερνάει!
Κι αυτή, όπως νέα παραμένει και ζωηρή,
μια αναβλύζουσα χιλίων ονείρων πηγή,
δεν παύει τα έρωτος κι αγάπης απ’ τη ζωή
διαρκώς ν’ αποζητάει.                                          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου