Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

Να μ' έκανες Θεέ μου ποιητή!!!!





        Να μ’ έκανες Θεέ μου ποιητή!

Πριν ακόμα φέξει, στου «σπιτιού» μου το παραθύρι,
της «Βαβυλώνας» βάρβαρο ένα-ένα κύμα ξεσπά κάθε πρωί
και το ένα μετά το άλλο, το λαμπυρίζον χαμόγελο της αυγής παρασύρει.
Απ’ της ανθρωποθάλασσας το τρεχαλητό
στον κήπο της γης απλώνεται ο κουρνιαχτός, μια γκρίζα γύρη..
Κι ο πρωινός αέρας μ’ αλλεπάλληλες ριπές  
φέρνει κι ακουμπά στο περβάζι χιλιάδες μυρωδιές,
δάφνης και ρίγανης, δυόσμου και βασιλικού ευωδιές
από φαγητά που ψήνονται νωρίς-νωρίς σε πλουσίων σπιτιών αυλές
με μυρωδιές ανάκατες από ιδρώτα μεροκαματιάρηδων, αψιές.   

Μες απ’ το πολυθόρυβο των κυμάτων βουητό,
στον «αφρό» της μεγάλης πόλης της αμαρτωλής
ξεχωρίζω νότες βραχνές, από μουσική μιας αγωνιώδους ζωής.
Χωρίς αρμονία, παράχορδες φωνές μια ζωής πεζής,
δίχως ανασασμό, χωρίς ενόραση για κάποιο ιδανικό,
ζωής που σέρνεται σύριζα καταγής.
Κι όσο το βήμα των ανθρώπων αντικρίζω, το λυγισμένο,
μουδιασμένων μελών βήμα κουρασμένο,

όσο βλέπω δέσιμο χεριών σε ταπεινών έργων τροχό
κι ούτε ένα δάκτυλο στραμμένο προς τον ουρανό
μόνο το βλέμμα προς τη γη συνεχώς στραμμένο,  
χωρίς δίψα φωτός, νυσταγμένο,
το πέρασμα συλλογίζομαι των τελευταίων γενεών.

Εν’ άδοξο πέρασμα δίχως έξαρση ιδανικών
σ’ ένα στίβο γιομάτο «λάσπη» και πλήρη «αγκαθιών».
Χωρίς μια χειρονομία προς τα «ευγενή»,
δίχως σκαρφάλωμα σε κάποια κορυφή.
Κι ο πικρός συλλογισμός, σπίθα φούντωσε στην ψυχή
Κι επιθυμίας άναψε μια φωτιά δυνατή.
Αχ και να μ’ έκανες Θεέ μου, ποιητή!

Δύτης θα εισχωρούσα στου Κόσμου Σου την ομορφιά!
Κι απ’ τα θαύματά Σου τα ορατά
και τ’ αόρατα που σμίγουν την ακτίνα τους τη χρυσή
με του Σύμπαντος την πλατειά ψυχή,
Έμπνευση θα ’παιρνα και μια ραψωδία θα ’γραφα ξεχωριστή.
 Απέραντο δάσος τις λέξεις θα ’κανα, μ’ ανθισμένες κορυφές,
να κυματίζουν περήφανα στ’ ουρανού Σου τις απλωσιές

Κι απ’ τους ακίνητους των δέντρων κορμούς
κι απ’ τις ρίζες τις βαθιές
σαν μέλισσα θα ρουφούσα χυμούς.
Χυμούς μ’ ανοιξιάτικες μοσχοβολιές
τις πίκρες να γλυκαίνω της ανθρώπινης ψυχής.
Θα κορφολογούσα ωραίες ιδέες απ’ των δέντρων τις φυλλωσιές
να ντύσω με καλοκαιριού ηλιόχαρες φορεσιές
το γυμνό και κακάσχημο κορμί της ζωής.

Κι ένα μεγαλόπνοο τραγούδι θα ’γραφα ευθύς,
σαν θούριο του Ρήγα ηρωικό!
Και με τη λύρα της Ορφικής ψυχής,
μ’ ανάκρουσμα του Τυρταίου τον παλμό,  
ύμνο θα συνέθετα,
όπου θα ’σμιγα το αιθέριο της αυγής,
τον κρίνο και τ’ αστέρι, τη φλογερή αστραπή,
την ελπίδα και την πίστη πως το «αύριο» θα ’λθει
μ’ όψη περίλαμπρη, φωτεινή.   

Και τότε σαν κορώνα του Ήλιου βασιλική
στης Ζωής την απογυμνωμένη κεφαλή θα τον έθετα!
Κι αν η κάθε του συλλαβή
απ’ την Πόλη ως στην Έρημο ακουσθεί
των λαών να ξεσηκώνονταν τα πλήθη,
ενάντια στων παθών τ’ αγκάθια, στα κακόβουλα ήθη…..
Ελεύθερο το «ευγενέστερο» τ’ ανθρώπου να ξεπηδήσει.

Κι αν από κείνο, φως στη ζωή της γης ξεχειλίσει,
ν’ ανταμώνονται οι άνθρωποι στους δρόμους μ’ αγαθή ψυχή
κι ένας στον άλλον, λέγοντας: εν χορώ:
-«Ας δαμάσουμε
τα κύματα του μίσους που μας δέρνουν στον κόσμο αυτό».
Και τραγουδώντας με τροβαδούρου φωνή,:
-«Άς λησμονήσουμε,
ό, τι μας πλήγωσε στον πόλεμο τον Κοινωνικό»,  
συντεταγμένοι σε κοινή πορεία όλοι μαζί
ν’ αποτινάξουν απ’ τις φορεσιές τους
την αιματόχροη σκόνη της γης.
Κι ύστερα μ’ ανοιχτές τις καρδιές κι αγκαλιές τους
τρανό πανηγύρι να στήσουν, λαμπρή γιορτή ζωής  
και να χορεύουν λεβέντικα όλοι, μ’ ορθή τη κεφαλή…...

 Απ' την ποιητική συλλογή μου "Το μισάνοικτο παραθύρι"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου