Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Συναισθημάτων λόγια

Για την ημέρα της Γης παραθέτω το πιο κάτω ποίημά μου


         Συναισθημάτων λόγια


Ζωής «χειμώνες» ενώ πέρασαν από χρόνια
γιατί φίλοι μου στων πολλών ανθρώπων τις καρδιές
δεν λιώσανε ακόμη τα κρυσταλλιασμένα «χιόνια»
«λάλον ύδωρ» να γεμίσουν της ψυχής τους οι πηγές;
Την «άνοιξη» ενώ λάλησαν «οι κούκοι» στης γης τις απλωσιές
γιατί δεν άνθισαν ακόμη της «αμυγδαλιάς» τα κλώνια;
«Ήλθαν!», «να τα, να τα!» τσίριξαν τα παιδιά με χαρούμενες φωνές
δείχνοντας στον γαλανό αιθέρα σπαθάτες ουρές.
Μα όσο κι αν έψαξα κάτω απ’ τις στέγες των σπιτιών, στις γωνιές    
ούτε τις «φωλιές» τους βρήκα ούτε είδα τα «χελιδόνια»;
  
Μη κι αυλαία με παραπετάσματα βαριά
έχει κλείσει δια παντός τ’ ουρανού «τ’ ανώγια»
κι ήλιος- ζωογόνος, καλόκαρδος και ψυχοπονιάρης
δεν εμφανίζεται στα μάτια όλων μας πια;
Κείνος ο «ήλιος-πυρπολητής» στ’ άρμα του καβαλάρης,
να φλογίσει το είναι μας για πέταγμα στα «υψηλά»;
Ή μη του νου μας η ανεμοζάλη, αυξανόμενη με τα χρόνια
έχει κάνει την όλη κακότεχνη δουλειά
και με ζωής καταχνιά και της μοίρας την καταφρόνια
περιφερόμαστε τυφλά μες σ’ ανήλιαγα «κατώγια»!

Α, δεν είμαι μάντισσα να μαντέψω
τα «γιατί» στ’ απόκρυφα του όλου μυστηρίου.
Αλλά στα χείλη μου λόγια κρέμονται συναισθημάτων
που κάτω απ’ τον καταιγισμό χτυπημάτων
του βιωματικού μας μαρτυρίου
δύσκολα πια μπορώ να τα τιθασεύσω.
Ω, τί τρέλα μας έπιασε, τί ξετσιπωσιά,
όταν από ταπεινοί αναγνώστες του Ιερού Βιβλίου,
τον εαυτό μας βάλαμε στη θέση του Θείου!
Και το χειρότερο, μόλις τα «αιρετικά» διαπράξαμε,
ποδοπατώντας όσια και ιερά σφίξαμε τη γροθιά
και στην αλυσίδα της ζωής, τους κρίκους σπάσαμε!

Κι αφότου ανυπακοή στη Φύση αντιτάξαμε,
ως βάρβαροι πολεμοχαρείς ορμήσαμε.
Και δίχως χαλινάρι και ξέφρενα καλπάζοντας,
την τροφοδότρια Γη σαν κατακτήσαμε
στην ηδονή της υπεροχής μεθύσαμε
και σαν «αφεντάδες» θελήσαμε
να μην είναι πλέον παρθένα η πανάγαθη Γη.
Και σαν αγρίμια ουρλιάζοντας
την αναποδογυρίσαμε,
την βιάσαμε  
και την ξεκοιλιάσαμε
Την αναστατώσαμε
κι εγκαθιδρύοντας νέα Ζωή
διαφορετική μορφή της δώσαμε,
πιο πλούσια της φορέσαμε στολή,
μα λιγότερο πολύτιμη την κάναμε κι ακριβή!  
Ω, τελικά τα ένστικτά μας δεν δαμάσαμε!

Μ’ όπλα που κροτάλιζαν σαν κανόνια
τους «κούκους» έναν-έναν σκοτώσαμε,
κανένας να μην κελαηδεί
-και πως η άνοιξη να ξανά ’λθει;- 
και σ’ ένα «χειμώνα» διαρκή
τις εποχές μεταλλάξαμε.
Γκρεμίσαμε τις φωλιές
να μη τις ξαναβρούν τα «χελιδόνια»
Τους φυσικούς νόμους τόσο αποξεχάσαμε
που σαν πήραμε «κλαδευτήρια και πριόνια»
δεν περιφρουρήσαμε τ’ άνθη που θα ’δεναν καρποί,  
αλλά πετσοκόψαμε απ’ τη ρίζα, της «αμυγδαλιάς»
όλα τα ζωογόνα κλώνια.
Και σήμερα εδώ που φτάσαμε
στην άνυδρη «έρημο της μοναξιάς»
και στους βάλτους της θλίψης αράξαμε,
τώρα όσο για ίσκιο δροσερό και γάργαρο νερό κι αν ψάξουμε
δεν βρίσκουμε «οάσεις» να ξαποστάσουμε,
καθάριο νερό να ξεδιψάσουμε…
ούτε «χουρμάδες» την πείνα μας να χορτάσουμε….
Και νηστικοί από ζωής αγάπη,
διψασμένοι απ’ αδελφική συμπόνια
στην «έρημο» πανικόβλητοι όπως σεργιανάμε,
τί πλούτο είχαμε,... και τον χάσαμε.... όλοι μετράμε!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου