Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Αν ζούσε ο πατέρας μου ακόμη

Απόψε τον έναστρο ενατενίζοντας ουρανό
καθώς έβλεπα στο αχανές να λαμπυρίζουν οι αστερισμοί
και της ζωής στοχαζόμουν «το χθες, το νυν και αεί»
ξάφνου, δίχως να καταλάβω το πώς,
μια παλίρροια βιωμάτων απ’ του είναι μου το βυθό
ανέβαινε κι ανέβλυζε ορμητική.
Κι όπως απλώνονταν στα μάτια μου εμπρός,
κύματα συναισθημάτων κατέκλυσαν το μυαλό
κι ένοιωθα σάμπως και σε παραίσθηση βρισκόμουν.

Κι όσο με τρέμολο ψυχής αναρωτιόμουν,
ξύπνια είμαι για ονειρευόμουν
μετέωρη στην αθανασία και την φθορά,
άκουγα τύμπανα, σάλπιγγες, κανόνια
να βροντούν στα μάχιμα τ’ ουρανού αλώνια!
Ξεχώριζα, καβαλάρηδες να καλπάζουν μακριά
Μια στρατιωτική πομπή να βαδίζει ρυθμικά
εναρμονίζοντας τον βηματισμό με τραγούδια πατριωτικά
και θάρρεψα πως κι ο πατέρας μου περνούσε μ’ αυτή
κρατώντας στα στιβαρά του χέρια την σημαία την Ελληνική!
Κι έτρεξα με του ανέμου τα φτερά
να τον ανταμώσω μιαν ακόμη φορά
στην αγκαλιά του να ριχτώ, σαν τότε που ’μουν παιδί….

Μα πριν προλάβω, χάθηκε στα σύννεφα η πομπή
και μόνο απόηχο άκουσα απ’ την τραγουδιστή του φωνή:
-«θυγατέρα, πάντα έχει γυρίσματα ο καιρός
Κι όπου ζωής σκοτάδι, μη φοβηθείς.
Ο «ήρωας» στα σκοτεινά προχωρά σιωπηλός
ώσπου και πάλι να δει το φως της αυγής»… .
Αχ, στ’ άκουσμα των λόγων του πώς
ξεπήδησε σπαρταριστός καρδιάς λυγμός!
Ανασήκωσα τα δυο μου χέρια ψηλά,
Κοίταξα κατάματα, της νύχτας τη σκιά,
το λαμπυρίζον χάος τ’ ουρανού,
και φώναξε δυνατά η ψυχή μου ευθύς
της αιωνιότητας να ταράξει τη σιωπή.

Ω, γιατί να πεθάνει τόσο νωρίς
ο πατέρας μου, ο μαχητής ο αγνός,
πριν η δικαιοσύνη ανοίξει το στόμα
και μιλήσει, όπως ο Θεός!

Ω! Αν στην αγκαλιά της γης
δεν είχε προλάβει να γίνει σκόνη
και ζούσε ο πατέρας μου ακόμη,
ω, με ταχύτητα θα ’τρεχα κοντά του αστραπής
και στο λαιμό του θα ριχνόμουν σαν παιδί μικρό,
φωνάζοντας:- πατέρα μου,
πατέρα μου αγαπημένε,
Μια ζωή προδομένε,
μια ζωή αδικημένε,
μια ζωή πικραμένε,
τον ίδιο πόνο έχουμε στη καρδιά κι οι δυο!

Και το χιονάτο κεφάλι του παράφορα θα φιλούσα.
Με δάκρυα θα το μούσκευα καυτά.
Στις αυλακιές του προσώπου του θα μετρούσα
της αγαθότητας κι ανδρείας του τη μεγαλοσύνη.
Στα ρούχα του θα προσκυνούσα
την ακτινοβόλο του καλοσύνη
Και στα πόδια του θα φιλούσα,
της διαδρομής του την όλη πίκρα και οδύνη.
Και τηρώντας πιστά την Πέμπτη Εντολή,
θ’ άρχιζε η στοργή μου
μια-μια τις πληγές του να κλείνει
κι όλη την δόξα που του ’πρεπε και τιμή,
όση του στέρησε και δεν του ’δωσε η Ζωή,
αν ζούσε ο πατέρας μου ακόμα, η ψυχή μου
θα φρόντιζε να του αποδίνει!

{Απ' την ανέκδοτη ποιητική συλλογή μου "Η Πέμπτη Εντολή"}

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου