Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Επί τω έργω

Μπορεί, με φέγγος απ’ ένα χλωμό φεγγάρι,
να ’χω τα μάτια καιρό τώρα καρφωμένα
στην έναστρη ουράνια κορυφή
ποθώντας μες την άπειρη αστροφεγγιά
τ’ αστέρι μου να ξεχωρίσουν το ένα
προς εκείνο ένα σημείο η ψυχή μου να σταμπάρει
ώστε η ώρα σαν έλθει για την μεγάλη φυγή
απ’ το γήινο να λευτερωθεί αμπάρι,
να ξέρει προς τα πού να κατευθυνθεί.
Αλλά, όσο υπάρχω και κινούμαι σ’ αυτή την γη,
σαν εργάτρια ταπεινή στης Ποίησης το αλώνι
του ότι μπορώ να δουλεύω εκεί, αυτό και μόνο μου αρκεί.
Και μ’ αψήφιστους ρυθμούς βραδιάζει ξημερώνει
μες απ’ τα καλά του Κόσμου και του Σύμπαντος τα ωραία,
απ’ ό, τι το χέρι μου σταχυολογεί,
στη ποδιά της καρδιάς μου σαν τ’ απλώνει
γιορτή και σχόλη δεν φείδεται ο νους
και μ’ ωθεί μ’ ερωτικούς ενθουσιασμούς,
να γράφω είτε για ασήμαντα είτε για σπουδαία.

Και μες απ’ τις απλές, ζωής καθημερινές χαρές
για όσο που φτάνει ο νους, γράφω και για την «Ιδέα»,
με λογιών-λογιών από χρωματισμούς
στη πέννα μου σταλαγματιές..
Κι αν κάποια στιγμή απ’ τη πέννα μου θλίψη στάζει
δεν είναι απ’ την ακατάπαυστη των ωρών δουλειά.
Ίσως είναι η λύπη που ο χρόνος κυλάει πολύ γοργά
κι η ώρα του μισεμού για το ταξίδι χωρίς γυρισμό πλησιάζει.
Μπορεί να ’ναι και το παράπονο ίσως του ποιητή
πως όλα εκείνα που πηγάζουν μες απ’ την καρδιά
κι όπως ξεχύνονται με χείμαρρου ορμή
δεν θα προλάβει το χέρι του ν’ αφήσει στο χαρτί.

Ω, το πρόσκαιρο στη γήινη ζήση!
Μ’ ακολουθώντας τ’ οδόσημο που δείχνει
«απ’ Ανατολή προς Δύση»
όσο διασχίζω του «Αύριο» την Μεγάλη Οδό,
βιώνοντας την καθημερινότητα μου
στρέφομαι πρωί και βράδυ προς τον Ουρανό
και του μιλώ με φωνή που βγαίνει απ’ την καρδιά μου
τί βλέπω, τί φοβάμαι, τί αγαπώ!
Τί συλλέγω, τί αφήνω, τί χάνω στον Κόσμο αυτόν που ζω!

Κι απ’ εκείνα που μαθαίνω και μ’ αγκυλώνουν,
θλίψεις και πόνους καταγράφω, ζωής καταιγίδες.
Απ’ ό, τι πιότερο αγγίζουν την ψυχή μου και την ματώνουν,
ξεδιπλώνω επιθυμίες μου, προτάσσω ελπίδες
κι όνειρα και προσδοκίες μου ιστορώ.
Και πτερόεσσες γραφίδες,
στον βωμό των Μουσών ακουμπώ
αδίκως για τα όσα πληγώνονται
και σταυρώνονται,
χάδι από ζωογόνες αχτίδες
του Απολλώνιου Ήλιου να γευθούν.
Κι εγώ αναμένω, σαν τύχει και «κοιμηθούν»
τα μάτια μου όλα να τα δουν,
σαν τον Λάζαρο ν’ αναστηθούν….

{Απ' την ανέκδοτη ποιητική μου συλλογή "Προσωπογραφίες"}

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου