Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Μπαλάντα μιας χρυσής εποχής




  
      Μπαλάντα μιας χρυσής εποχής



Στης καρδιάς τη κιθάρα σαν κρούονται αναμνήσεων χορδές,
από κάποιες καλές μες στο χρόνο, μέρες μακρινές,
τότε που μ’ όνειρα κολύμπαγα σαν παιδί,
σε θάλασσα ήρεμη και γαλανή,
μουσουργός η ψυχή απόψε τις ανακαλεί!
Και συνθέτει ευθύς μια μπαλάντα νοσταλγική,
ορατόριο ευχαριστίας, ευγνωμοσύνης προσευχή,
για μια εποχή, εποχή φωτεινή,
που αφάνταστα πολύ, είχα τότε αγαπήσει τη Ζωή!
                              
Ω! Ζωής νοήματα πώς ξετυλίγονταν τόσο απλά,
όλα με ντύματα τόσο ονειρικά
π’ αντικατόπτριζαν το παιχνίδι του Κόσμου ανοδικά!
Εκπνοή Θεού, σ’ άσμα ευδαιμόνων η χαρά,
στα γήινα να μη γαντζώνεται η ψυχή κι ο νους μοναχά!
Να σεργιανάει ο ήλιος σ’ αψεγάδιαστο ουρανό,
ερωτοτροπώντας ολοφάνερα με το νερό
κι αυτό να ταράζεται μ’ οίστρο ερωτικό
κι ηδονόχαρος αφρός να ξεσπά στον γιαλό!
                                  
Γλαροπούλια να στήνουν επάνω στο κύμα χορό!
Δελφίνια να κολυμπούν στην ακροθαλασσιά!
Να παίζουν και να γελούν με τα παιδιά!
Να ευφραίνεται και να γελάει
η συνήθως γκρινιάρα ζωή, - σα παιδί να τραγουδάει,
που γλυκά το ταχταρίζει στην αγκαλιά της η μάνα-,
με τις τρέλες και χαρές των θνητών πάνω στη γη,
καθώς άρμεγαν τη λιακάδα τη καλοκαιρινή.
Κι ένα γύρω, στον έρωτα ύμνος ν’ αντηχεί,
όπως την Ανάσταση χτυπά της εκκλησίας η καμπάνα!
                                    
Στου κόσμου το σκηνικό, εκείνος κι εγώ, εκείνο το καιρό,
καθισμένοι συχνά σε ταβερνάκι μικρό,
μέρος του κόσμου και συλλειτουργοί κι οι δυο,
μ’ ένα ποτήρι στο χέρι γιομάτο κρασί!
Σε κόκκινη σάλτσα βουτηγμένη μια μπουκιά ψωμί!
Για επιδόρπιο, ένα αυθόρμητο και δίχως υπονοούμενα φιλί!
Μετά καφέ ή παγωτό και κουβέντα πολλή,
μέχρι να εξατμισθεί το μεσημέρι στη δροσερή αυλή!
                                       
Α! πώς κουνιόταν το στερέωμα σε μέρα ιλαρή!
Στη διάφανη διαύγεια πώς λικνιζόταν κι η μάνα γη μαζί!
Κι όλο έπινα ευτυχία και δεν χόρταινε η ψυχή!
Και σαν άπλωνε τα πέπλα της η νύχτα βασίλισσα,
Ρήγισσα κι Αρχόντισσα στ’ ουρανού τα χιλιοφίλητα,
έδινε ρυθμό και της πλάσης διηύθυνε τον χορό, 
σ’ όσα μέχρι τότε, δεν έζησα και δεν φίλησα,
μια μικρή βασίλισσα μαζί της γινόμουν κι εγώ!
                                           
Με ρούχο γιορτινό, χαμόγελο ζεστό,
σαν άρχοντες βγαίναμε για ένα ποτό!
Κι όσο με κοιτούσε παιχνιδιάρικα, με βλέμμα φωτεινό,
έσπρωχνα στον αέρα της καρδιάς τον άτακτο παλμό!
Και σαν τραγουδούσε «strangers in the night»
με γλύκα περίσσια στη φωνή,
μια ιστορία ξετυλιγόταν τρυφερής αγάπης στη ψυχή.
                                             
Με μια σπίθα κλεμμένη απ’ της οικουμένης το φως
τον κοίταζα κι εγώ
κι ανταπαντούσα «Οnly you»,ο φίλος ο καλός!
Κι όσο φορτιζόταν ο χωροχρόνος
με Σόουλ και μπλουζ μουσική,
να με κερνά, να τον κερνώ κι άλλο ποτό,
ένα γύρω ξανά το αυτό κι απ’ την αρχή.
Να τσουγκρίζουμε τα ποτήρια στην υγειά μας κι οι δυο
ενώ «For Elysse», ο πιανίστας έπαιζε στο πιάνο του μπαρ!
                                              
Κι η καρδιά να σκιρτά σ’ ασυγχρόνιστο τίκι-τακ!
Και σα με το δικό του κλειδοκύμβαλο
ανταπαντούσε κι ο Μπαχ,
καταλάγιαζε στους ήχους τους μελωδικούς, με μιας!
Κι όσο η ώρα έφευγε χαρούμενη, με πηδήματα βιαστικά,
να ηχούνε τραγούδια της Ανατολής κι Ελληνικά!
Αφρικάνικα κι ανάκατα Γερμανικά κι ένα σωρό Ιταλικά!
                                                 
Κι όσο προχωρούσε η παρδαλή νυχτιά,
να λικνίζονται ξαναμμένα τα κορμιά στο ρυθμό Λάτιν και τζαζ
κι η φαντασία μεθυσμένη να ταξιδεύει σε νησιά ξωτικά,
όπου τα γήινα έπαιρναν άλλη μορφή, με μάγια φωτεινά!
Α! πώς χαμήλωνε στη θάλασσα το ολόγιομο φεγγάρι,
να κοιτάζει από πολύ κοντά,
πώς ξεδιπλώνεται μια άδολη αγάπη, γεμάτη χάρη,
το πώς μεθάει από ευτυχία των ανθρώπων η καρδιά!
Κι ύψωνα το χέρι σταθερό στον ουρανό
κι ένα αστέρι προσκαλούσα απ’ το άπειρο στη γη εδώ,
να το κεράσω κι εκείνο γλυκόπιοτο ένα ποτό! 


                                          Αύγουστος 2004

Απ' την ποιητική συλλογή μου "Λυρικές Μονωδίες"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου